Πριν από 11 χρόνια και εν μέσω οικονομικής κρίσης, το καθ’ ύλην αρμόδιο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης εισηγούνταν, ενώπιον της εθνικής αντιπροσωπείας, το σύστημα της κάρτας εργασίας. Επρόκειτο για τη θέσπιση του «ηλεκτρονικού ρολογιού» της παρουσίας του προσωπικού, με μονάδα βάσης την ωρομέτρηση, το οποίο (θα) διασυνδεόταν με το τότε ΙΚΑ-ΕΤΑΜ. Η ιδέα συνίστατο στη δοκιμή ενός σύγχρονου συστήματος μέτρησης του χρόνου εργασίας, σε συγκεκριμένους κλάδους και είδος επιχειρήσεων, ανά γεωγραφική περιοχή, με στόχο την καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας και του αθέμιτου ανταγωνισμού.
Το σύστημα της κάρτας εργασίας θα εφαρμοζόταν αρχικά πιλοτικά, αφού –όπως ρητά ανέφερε το άρθρο 26 του ν. 3996/2011- το μέτρο θα επανεξεταζόταν ανάλογα με την αποτελεσματικότητά του, ως προς την επίτευξη καθαρού θετικού δημοσιονομικού αποτελέσματος στο ασφαλιστικό σύστημα. Το πρόσφατο 2021 και εν μέσω μιας άλλης κρίσης, της υγειονομικής αυτή τη φορά, ο νομοθέτης επανήλθε, θεσπίζοντας με το άρθρο 74 του ν. 4808/2021 την ψηφιακή κάρτα εργασίας. Ως σταθερό κανονιστικό μοτίβο παραμένει η καταγραφή κάθε μεταβολής που αφορά στον χρόνο εργασίας των εργαζομένων, όπως ιδίως, η ώρα έναρξης και λήξης της εργασίας, το διάλειμμα, η υπέρβαση του νόμιμου ωραρίου εργασίας και κάθε είδους άδεια, και, ομοίως με τη ρύθμιση της κάρτας εργασίας, τα στοιχεία της ψηφιακής κάρτας (θα) διασταυρώνονται με τα στοιχεία των δηλώσεων προς τον εθνικό ασφαλιστικό μας φορέα (e-ΕΦΚΑ).
Τι κάνει όμως αυτές τις δύο -δεκαετούς αποστάσεως- νομοθετικές πρωτοβουλίες να διαφέρουν μεταξύ τους;
1ον Καταρχάς, τα υποκειμενικά όρια των ρυθμίσεων.
Το έτος 2011, ο νομοθέτης, στην αιτιολογική έκθεση του ν. 3996/2011, σκιαγραφούσε το πεδίο εφαρμογής του συστήματος της κάρτας εργασίας, «φωτογραφίζοντας» τις μικρές επιχειρήσεις, που απασχολούσαν μέχρι 10 άτομα και ασφάλιζαν λιγότερα και από τα μισά άτομα, τοποθετώντας έτσι, «ψηλά στην ατζέντα» την καταπολέμηση, μέσω της κάρτας εργασίας, της αδήλωτης εργασίας και της εισφοροδιαφυγής. Η νεοφανής ψηφιακή κάρτα από την άλλη, θα ξεκινήσει -σύμφωνα με τις εξαγγελίες του αρμοδίου υπουργείου- από τις μεγάλες επιχειρήσεις, οι οποίες παραδοσιακά εμφανίζουν υψηλά ποσοστά συμμόρφωσης με την εργατική και ασφαλιστική νομοθεσία. Στο σημείο αυτό, αξίζει να σημειωθεί ότι, διαχρονικά, οι επιχειρήσεις που απασχολούν μέχρι 10 άτομα καταλαμβάνουν τη μερίδα του λέοντος επί του συνόλου των επιχειρήσεων (σύμφωνα με τα στοιχεία του Πληροφοριακού Συστήματος «ΕΡΓΑΝΗ» για το έτος 2021, το 88,3% των επιχειρήσεων απασχολεί έως 10 εργαζόμενους και σε απόλυτα αριθμητικά στοιχεία, 257.650 επιχειρήσεις απασχολούν έως 10 άτομα, έναντι 34.158 επιχειρήσεων που απασχολούν από 10 εργαζόμενους και πάνω).
2ον Το δίπολο επιβράβευσης – κυρώσεων.
Η κάρτα εργασίας του έτους 2011, εμπεριείχε το στοιχείο της επιβράβευσης της συνέπειας, σε αντίθεση με την ψηφιακή κάρτα εργασίας της νέας εποχής, που -βάσει του νόμου τουλάχιστον- περιορίζεται σε αμιγώς κυρωτικές συνέπειες. Ειδικότερα, το σύστημα της κάρτας εργασίας του ν. 3996/2011 συνοδευόταν από μειώσεις (έως και 10%) επί των εμπροθέσμως καταβληθεισών ασφαλιστικών εισφορών, τόσο για τον εργοδότη όσο και για τον εργαζόμενο. Το ευεργέτημα αυτό χανόταν σε περίπτωση παραβίασης των υποχρεώσεων ως προς την κάρτα εργασίας, οπότε και επιβαλλόταν επιπροσθέτως, τόσο στον εργοδότη όσο και στον εργαζόμενο, διοικητικό πρόστιμο διαφορετικής επιμέτρησης (ο εργοδότης επιβαρυνόταν με πρόστιμο ύψους 400 ευρώ για κάθε εργαζόμενο, ποσό διπλάσιο από το επιβαλλόμενο ως πρόστιμο αυτοτελώς στον κάθε εργαζόμενο, ύψους 200 ευρώ). Στον πρόσφατο ν. 4808/2021, η κύρωση της μη ενεργοποίησης της ψηφιακής κάρτας επιβάλλεται μόνο σε βάρος του εργοδότη, και θυμίζει το -προβλεφθέν με την υπ’ αριθ. 27397/122/19.8.2013 (Β’ 2062) κοινή υπουργική απόφαση- πρόστιμο αδήλωτου εργαζόμενου, καθώς ανέρχεται σε 10.500 ευρώ ανά εργαζόμενο. Μάλιστα, επί διαπιστώσεως, σε τρεις ελέγχους εντός χρονικού διαστήματος 12 μηνών, της ίδιας παράβασης (της μη ενεργοποίησης της ψηφιακής κάρτας), επιβάλλεται και η προσωρινή διακοπή λειτουργίας της επιχείρησης για χρονικό διάστημα 15 ημερών.
3ον Η ένταση του ψηφιακού μετασχηματισμού.
Η ψηφιακή κάρτα εργασίας του σήμερα, προλειαίνει το έδαφος της εφαρμογής της μέσω του διαρκώς βελτιούμενου Πληροφοριακού Συστήματος «ΕΡΓΑΝΗ ΙΙ», στο οποίο αναρτώνται και καταχωρίζονται όλα τα ουσιώδη στοιχεία των εργασιακών σχέσεων. Επομένως, η διασύνδεση της ψηφιακής κάρτας με την «ΕΡΓΑΝΗ ΙΙ», επιτυγχάνει την καταγραφή σε πραγματικό χρόνο, κάθε μεταβολής του χρόνου εργασίας του εργαζομένου. Η κάρτα εργασίας του 2011, προέβλεπε τη διασύνδεσή της με τον προπομπό της «ΕΡΓΑΝΗ», δηλαδή με την κοινή πλατφόρμα ΙΚΑ – ΕΤΑΜ, Σ.ΕΠ.Ε. και ΟΑΕΔ, η οποία όμως, τότε μόλις ξεκινούσε τα πρώτα της βήματα.
Η ψηφιακή κάρτα συνεπώς, ως ιδέα, υπάρχει στον νομικό μας κόσμο από το έτος 2011. Στην πράξη ωστόσο δεν έχει εφαρμοστεί ποτέ, καθώς εξαρτήθηκε από την έκδοση υπουργικών αποφάσεων για τη ρύθμιση σειράς ειδικότερων θεμάτων. Οι αποφάσεις αυτές δεν εκδόθηκαν, καταδικάζοντας τους ευσεβείς πόθους του νομοθέτη του 2011 σε «κενό γράμμα». Η ψηφιακή κάρτα του σήμερα, ομοίως προϋποθέτει την έκδοση πλήθους κανονιστικών πράξεων και μάλιστα μέσα σε ένα περιβάλλον αυξημένης πολυπλοκότητας και πολύ διαφορετικών εργασιακών σχέσεων. Στο πλαίσιο αυτό, καλείται να δώσει πειστικές απαντήσεις (και) στις σύγχρονες εργασιακές προκλήσεις, όπως είναι η τηλεργασία και η οργάνωση του χρόνου εργασίας εντός και εκτός των επιχειρήσεων και επί μορφών εργασίας αυξημένης ευελιξίας. Παρά ταύτα, ο χρόνος που παρήλθε και η εμπειρία που αποκτήθηκε στο μεσοδιάστημα, σε συνδυασμό με τη σοφή παραίνεση του νομοθέτη του 2011 για την έμπρακτη εκτίμηση των αποτελεσμάτων των νομοθετικών επιλογών, αποτελούν στέρεο έδαφος για την πορεία προς ένα πιο δίκαιο, πιο σύγχρονο και πιο ψηφιακό εργασιακό περιβάλλον. Και το σημαντικότερο; Η ψηφιακή κάρτα μπορεί να υπόσχεται την καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας, όμως το υπαρξιακό της στοίχημα εστιάζεται τελικά στην καταπολέμηση της σύγχρονης γάγγραινας στην αγορά εργασίας, που δεν είναι άλλη από την ατελώς δηλωμένη ή υπο-δηλωμένη εργασία.
* Της Αικατερίνης Γανίδη, Δικηγόρου Παρ’ Αρείω Πάγω
**Δημοσιεύτηκε στην έντυπη μορφή της εφημερίδας Ελευθερία την Τετάρτη 13 Απριλίου 2022