Η νομοθεσία τυποποιεί έναν μηχανισμό ανακαθορισμού της ηλικίας συνταξιοδότησης από το έτος 2021 και μετά, ο οποίος θα προσαρμόζει -κάθε τρία χρόνια- την ηλικία συνταξιοδότησης σύμφωνα με το προσδόκιμο ζωής.
(Πρόκειται για τις διατάξεις των νόμων 3863/2010 άρθρο 11 παρ. 3, 3865/2010 άρθρο 7 παρ. 3 και 4336/2015 άρθρο 1 παρ. 4,6 και άρθρο 2.)
Τα τελευταία 50 χρόνια, το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση αυξήθηκε κατά περίπου 10 έτη, κατά μέσο όρο, σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Βάσει των σχετικών προβλέψεων της Eurostat για τον πληθυσμό, οι οποίες λήφθηκαν υπόψη από την τελευταία αναλογιστική μελέτη της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής για το ασφαλιστικό μας σύστημα, επίκειται η αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, ώστε το όριο ηλικίας λήψεως μειωμένης σύνταξης να υπερβαίνει το ισχύον σήμερα ανώτατο όριο πλήρους συνταξιοδότησης των 67 ετών.
Προοδευτικά λοιπόν, οδηγούμαστε σε όρια ηλικίας συνταξιοδότησης που αγγίζουν μέχρι και το 72,6 έτος της ηλικίας.
Η κατάσταση αυτή, επιτείνεται από τη δραματική μείωση του πληθυσμού της χώρας μας και την έξαρση του φαινομένου της υπογεννητικότητας. Σύμφωνα με τα στοιχεία του οργανισμού έρευνας και ανάλυσης «διανέοσις», τα τελευταία πέντε χρόνια, οι νέοι κάτοικοι που γεννιούνται στη χώρα μας ή μεταναστεύουν σε αυτή από άλλες χώρες είναι λιγότεροι από τους κατοίκους που πεθαίνουν και από αυτούς που μεταναστεύουν σε άλλες χώρες.
Ταυτόχρονα, ο πληθυσμός της χώρας εξακολουθεί να γερνάει. Η μέση ηλικία, που ήταν 26 έτη το 1951, και που είναι 44 έτη σήμερα, αναμένεται να αυξηθεί κατά 5-8 έτη.
Μολονότι τα παραπάνω μοιάζουν ένας δυσεπίλυτος γρίφος, οι λύσεις και οι απαντήσεις βρίσκονται στους λόγους που έχουν οδηγήσει στη νέα αυτή πραγματικότητα. Η ασφυκτική κατάσταση στο ασφαλιστικό δεν προκλήθηκε ούτε από τα «νούμερα» ούτε από «μαθηματικούς υπολογισμούς», αλλά από τη μεταβολή των κοινωνικών σχέσεων στη σύγχρονη κοινωνία.
Από την έκρηξη των διαζυγίων.
Από τις σκληρές εργασιακές συνθήκες και την επιδείνωση των εργασιακών σχέσεων.
Από τη δυσχέρεια εναρμόνισης επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής.
Από τη δυσκολία τεκνοποίησης λόγω των φρενηρών ρυθμών.
Από την έλλειψη αξιοκρατίας και στοιχειώδους ισότητας, που διώχνει βίαια τους νέους σε άλλες «πατρίδες».
Από την οικονομική δυσπραγία, αποτέλεσμα της ραγδαίας μεταβολής των οικονομικών δεδομένων των τελευταίων ετών.
Και ίσως και από τον ίδιο το φόβο μας, σε συνδυασμό με την επίπλαστη «βολή» της προσωρινότητας, που μας κάνει να στεκόμαστε απέναντι σε ατομικά και κοινωνικά ζητήματα -άπραγοι- ένα βήμα πίσω.
Οι παράγοντες όμως αυτοί, με τις κατάλληλες πολιτικές πρωτοβουλίες μπορούν να αναστραφούν. Άλλωστε, δεν πρέπει να λησμονούμε, ότι το νομοθετικό πλαίσιο εξυπηρετεί τις εκάστοτε κοινωνικές ανάγκες.
Όταν οι κοινωνικές ανάγκες αυτές αλλάζουν, τότε και η νομοθεσία οδηγείται αναγκαστικά στον επαναπροσδιορισμό της, ακολουθώντας τις εξελίξεις του ρυθμιστέου αντικειμένου. Γνωρίζουμε το πρόβλημα. Γνωρίζουμε τις αιτίες του. Απομένει να προχωρήσουμε στις ενδεδειγμένες λύσεις.
* Της Αικατερίνης Γανίδη, Δικηγόρου Παρ’ Αρείω Πάγω
** Δημοσιεύτηκε στην έντυπη μορφή της εφημερίδας το ΒΗΜΑ την Κυριακή 12 Μαϊου 2019