ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Η εξέλιξη και η κατάληξη μιας κρίσης, εξαρτάται πάντοτε (και) από τις θεσμικές απαντήσεις που της δίνονται. Η τρέχουσα υγειονομική κρίση αντιμετωπίστηκε καταρχήν με την επιστράτευση των εργαλείων της έκτακτης νομοθέτησης και τη θέσπιση ενός ευρύτατου υποστρώματος ρυθμίσεων, ειδικώς για την έκτακτη συνθήκη της πανδημίας. Το συνολικό όμως πλαίσιο της Covid – νομοθεσίας, αναπτύχθηκε σε ένα θεσμικό περιβάλλον που έφερε έντονες μνήμες από την πρόσφατη οικονομική κρίση, γεγονός που εμμέσως επηρέασε και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της νομοθεσίας της πανδημίας. Τις περιόδους των κρίσεων, η ανάγκη για λύσεις με άμεσα αποτελέσματα αναγορεύει την αποτελεσματικότητα των νομοθετικών επιλογών σε υπαρξιακό ζητούμενο, ενώ τα θεσμικά ολισθήματα και ατοπήματα αποκτούν αυξημένη βαρύτητα, ακριβώς επειδή τα περιθώρια σφαλμάτων είναι από ελάχιστα έως μηδαμινά. Προσέτι, ο εντοπισμός των αμετριών συνιστά μια διαδικασία θεσμικής ωριμότητας, απαραίτητη για την αντιμετώπιση της κρίσης.

ABSTRACT

The development and ending of a crisis always depends (and) on the institutional responses given. The current health crisis was confronted basically by mobilizing the tools of emergency legislation and introducing a very broad substrate of regulation, specifically for the pandemic emergency. However, the overall framework of Covid – legislation, developed in an institutional environment that brought strong memories of the recent economic crisis, which also indirectly affected the specific features of the pandemic legislation. In times of crisis, the need for solutions with immediate results proclaims the effectiveness of legislative choices as an existential issue, while institutional slips and setbacks become increasingly important, precisely because errors cannot be forgiven. In addition, identifying disparities and mistakes is a process of institutional maturity, necessary to deal with the crisis.

Ι. ΣΥΝΤΕΤΑΓΜΕΝΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΗΣ ΚΑΙ ΠΑΝΔΗΜΙΑ

Η πανδημία του Covid-19 αποτέλεσε αναμφίβολα την οξύτερη υγειονομική κρίση της σύγχρονης ιστορίας στη χώρα μας. Από θεσμικής απόψεως, αντιμετωπίστηκε τόσο μέσω του συντεταγμένου δικαίου της ανάγκης, με πράξεις νομοθετικού περιεχομένου όσο και μέσω της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας. Στον παγκόσμιο χάρτη, υπήρξαν χώρες, οι οποίες ενεργοποίησαν δραστικούς θεσμούς του δικαίου της ανάγκης, προσιδιάζοντες στην κήρυξη της χώρας σε κατάσταση πολιορκίας του ελληνικού Συντάγματος. Αυτή η επιλογή προέκυψε ως αναγκαίο συνεπακόλουθο των έντονων περιορισμών σε θεμελιώδη δικαιώματα που επέφεραν οι επιστημονικές επιταγές. Ορισμένες χώρες μάλιστα, ανέστειλαν την απόλαυση επιμέρους δικαιωμάτων, σύμφωνα με το άρθρο 15 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), επικαλούμενες δημόσιο κίνδυνο που απειλεί τη ζωή του πληθυσμού, προκειμένου να λάβουν μέτρα κατά παράβαση των υποχρεώσεων που προβλέπονται στην ΕΣΔΑ[1].

Στην Ελλάδα ωστόσο, το εργαλείο των πράξεων νομοθετικού περιεχομένου, στάθηκε ικανό και αποτελεσματικό για τη διασφάλιση της λήψης άμεσων μέτρων αντιμετώπισης της πανδημίας, δίχως να τεθεί ζήτημα προσφυγής στο άρθρο 48 του Συντάγματος, το οποίο προϋποθέτει πόλεμο ή εξωτερικό κίνδυνο ή άμεση απειλή της εθνικής ασφάλειας, αυξημένη πλειοψηφία στη Βουλή και συνεπάγεται την αυτόματη αναστολή ενός εκτενούς καταλόγου συνταγματικών δικαιωμάτων. Στη σχεδόν ενστικτώδη στροφή του (έκτακτου) νομοθέτη προς τις πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, συνέβαλε το γεγονός, ότι οι ΠΝΠ αποτέλεσαν οικείο υποστήριγμα της έννομης τάξης και κατά την περίοδο της πρόσφατης οικονομικής κρίσης (έστω κι αν στην πράξη έγινε κατάχρησή τους[2]), ενώ ταυτόχρονα η νομολογία έχει κατασταλάξει στην αδυναμία δικαστικού ελέγχου της ανάγκης έκδοσης της πράξης νομοθετικού περιεχομένου[3], εξασφαλίζοντας στον έκτακτο νομοθέτη την απαιτούμενη ευελιξία δράσης. Προσέτι, οι ΠΝΠ αποτελούν τη θεσμική συνταγματική απάντηση επί της ανακύπτουσας ανάγκης για άμεση ρύθμιση. Από την άλλη, οι πράξεις νομοθετικού περιεχομένου είναι εξαιρετικά μέτρα νομοθέτησης και πρέπει να χρησιμοποιούνται με φειδώ. Η χρησιμοποίησή τους, λοιπόν, είναι εύλογο κι επιβεβλημένο να υπόκειται σε στενό συνταγματικό έλεγχο. Πάντως, κατά την τρέχουσα υγειονομική κρίση, η Βουλή δεν διέκοψε τη λειτουργία της, όπως, αντίθετα, συνέβη στην Ουγγαρία του Όρμπαν. Ούτε, όμως, το Σύνταγμα εκλαμβάνει ότι η Βουλή πρέπει να είναι απούσα για να εκδοθούν πράξεις νομοθετικού περιεχομένου[4].

Είναι χαρακτηριστικό, ότι ενώ το πρώτο κρούσμα στη χώρα μας επιβεβαιώθηκε την 26η Φεβρουαρίου του έτους 2020, ο νομοθέτης είχε ήδη προβεί, μια ημέρα πριν, στην έκδοση της πρώτης πράξης νομοθετικού περιεχομένου για τη λήψη κατεπειγόντων μέτρων αποφυγής και περιορισμού της διάδοσης του κορωνοϊού. Είναι σαφές, ότι η παγκοσμιοποίηση και η διάχυση της πληροφορίας, ως προς τα όσα διαδραματίζονταν στις άλλες χώρες του πλανήτη, που είχαν έρθει αντιμέτωπες με τον ιό, πριν αυτός καταγραφεί επισήμως στη χώρα μας, συνέβαλαν σημαντικά στην επαγρύπνηση και την ετοιμότητα κρατικών φορέων και πολιτών. Η ΠΝΠ της 25.02.2020 (δημοσιευθείσα στο ΦΕΚ τ. Α’ 42/25-02-2020) επικαλούνταν στο προοίμιό της ένα πλέγμα συνταγματικών διατάξεων, και συγκεκριμένα την παρ. 5 του άρθρου 5, την παρ. 3 του άρθρου 18 και την παρ. 3 του άρθρου 21 και συνάμα την εξαιρετικά επείγουσα ανάγκη να αντιμετωπισθούν οι άμεσοι κίνδυνοι από την εμφάνιση και διάδοση του κορωνοϊού. Γνώμονας των αναληφθέντων μέτρων δηλαδή, από συνταγματολογική σκοπιά, αποτέλεσε το ατομικό δικαίωμα στην προστασία της υγείας, η δυνατότητα επίταξης για τη θεραπεία άμεσης κοινωνικής ανάγκης που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη ή υγεία και η ειδική μέριμνα του κράτους για την προστασία της υγείας των πολιτών, ως θεμελιώδες κοινωνικό δικαίωμα.

Από το επικαλούμενο ως άνω πλέγμα των συνταγματικών διατάξεων ωστόσο, έλειπε η επίκληση δυο πολύ κρίσιμων συνταγματικών διατάξεων: του άρθρου 22 παρ. 4 του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο επιτρέπεται η επίταξη των προσωπικών υπηρεσιών, δηλαδή η επιβολή αναγκαστικής εργασίας, μεταξύ άλλων και για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας και της ερμηνευτικής δήλωσης κάτω από το άρθρο 5 του Συντάγματος, δυνάμει της οποίας επιτρέπεται η θέσπιση ατομικών περιοριστικών διοικητικών μέτρων για την προστασία της δημόσιας υγείας ή της υγείας ασθενών. Ο χαρακτηρισμός εξάλλου μιας συνταγματικής διάταξης ως ερμηνευτικής δήλωσης, ουδόλως σημαίνει ότι υπολείπεται από πλευράς κανονιστικής πυκνότητας και αξίας έναντι των λοιπών ευθέων συνταγματικών διατάξεων. Η συστηματική τοποθέτηση στο κείμενο του Συντάγματος μιας διάταξης ως ερμηνευτικής δήλωσης, συνήθως συνάπτεται με την επίλυση ανακυπτόντων αμφισημιών που προέρχονται από μια υφιστάμενη συνταγματική διάταξη (αυτή κάτω από την οποία τίθεται και η δήλωση), και μάλιστα τόσο σημαντικών ώστε ο συντακτικός νομοθέτης να επιλέξει να άρει τις αμφιβολίες «ερμηνεύοντας» το αμφίβολο πεδίο της συνταγματικής διάταξης και δηλώνοντας ευθέως τη βούλησή του.

ΙΙ. Η ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΥΦΗ ΤΩΝ ΠΝΠ ΤΗΣ COVID-19

Το ρυθμιστικό περιεχόμενο της πρώτης ΠΝΠ είχε κατά μείζονα λόγο υγειονομικό χαρακτήρα, φιλοδοξώντας να «προετοιμάσει» τον κρατικό υγειονομικό μηχανισμό για την αποτελεσματική διαχείριση της αναπόφευκτης διάδοσης της νόσου. Η αμηχανία εξάλλου του έκτακτου νομοθέτη, απέναντι στο πρωτόγνωρο και αιφνίδιο της υγειονομικής κρίσης, προδίδεται από τη χρήση εντός του ρυθμιστικού περιεχομένου της ΠΝΠ, φράσεων απηχούντων τη βούλησή του για την ανάγκη τήρησης του «μέτρου» και της αποφυγής υπερβολών (άρθρο πρώτο παρ. 2 εδάφιο τελευταίο «Κατά την επιβολή των μέτρων επιλέγεται από τα αρμόδια όργανα το ηπιότερο δυνατό για την εκπλήρωση του σκοπού του, υπό το πρίσμα της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας.»), καθώς και από τη θέσπιση ειδικού ενδίκου βοηθήματος εναντίωσης στα αναληφθέντα μέτρα (άρθρο πρώτο παρ. 5 εδάφιο πρώτο «Κάθε πρόσωπο που θίγεται από τα μέτρα του παρόντος άρθρου έχει δικαίωμα να υποβάλει ενώπιον του Προέδρου του Διοικητικού Πρωτοδικείου της περιφέρειας, όπου λαμβάνεται το μέτρο, αντιρρήσεις κατά του μέτρου.»). Η πραγματικότητα θα ξεπερνούσε κατά πολύ τους ευσεβείς πόθους του έκτακτου νομοθέτη, αφού το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα επιβλήθηκαν γενικευμένα μέτρα απαγόρευσης της κυκλοφορίας και αναστολής των οικονομικών δραστηριοτήτων, ενώ ταυτόχρονα η Δικαιοσύνη ανέστειλε τη λειτουργία της, με αποτέλεσμα το ένδικο βοήθημα των αντιρρήσεων να αποτελεί πρακτικά «κενό γράμμα».

Έτσι, μόλις δεκαπέντε ημέρες μετά την πρώτη ΠΝΠ ακολουθεί η δεύτερη ΠΝΠ της 11.03.2020 (δημοσιευθείσα στο ΦΕΚ τ. Α’ 55/11-03-2020), απαλείφοντας από το προοίμιό της την παρ. 3 του άρθρου 18 και ρυθμίζοντας κατά βάση ζητήματα, που ανέκυψαν στην καθημερινότητα των πολιτών, από την απότομη μεταβολή στα δεδομένα της ζωής λόγω της πανδημίας (ρυθμίσεις διευθέτησης του χρόνου και του τόπου εργασίας, πρόβλεψη αδειών ειδικού σκοπού στον δημόσιο τομέα, παροχή οικονομικών διευκολύνσεων υπό τη μορφή της αναστολής καταβολής οικονομικών υποχρεώσεων, ενώ περιλαμβάνεται και ειδική εξουσιοδοτική διάταξη για τη δυνατότητα αναστολής της λειτουργίας της δικαιοσύνης). Οι ρυθμίσεις αυτής της ΠΝΠ ειδικά, προμηνύουν το μίγμα των ρυθμίσεων που θα επιλέξει και θα προκρίνει ο νομοθέτης για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της υγειονομικής κρίσης, όπως συγκεκριμενοποιήθηκε σε επόμενες παρεμβάσεις του.

Το επόμενο δεκαήμερο θα ακολουθήσουν άλλες δυο ΠΝΠ, η πρώτη την 14.03.2020 (δημοσιευθείσα στο ΦΕΚ τ. Α’ 64/14-03-2020) και η δεύτερη την 20.03.2020 (δημοσιευθείσα στο ΦΕΚ τ. Α’ 68/20-03-2020), οι οποίες, αντικατοπτρίζοντας ένα περιβάλλον γενικευμένης καραντίνας, χαρακτηρίζονται από την προσπάθεια καθορισμού των νέων όρων λειτουργίας του κράτους (περιλαμβάνονται ρυθμίσεις ψηφιακής λειτουργικής αναβάθμισης της δημόσιας διοίκησης και ηλεκτρονικοποίησης των διαδικασιών), διασφάλισης της συνέχειας της εφοδιαστικής αλυσίδας και λήψης πλέγματος μέτρων ενίσχυσης του πληθυσμού, λόγω της αναστολής της πλειονότητας των οικονομικών δραστηριοτήτων.

Τα έννομα αγαθά της ζωής και της υγείας, τα οποία αποτέλεσαν και το ουσιαστικό πρόταγμα της Covid – νομοθεσίας, έχουν αφενός την μορφή ατομικών (υποκειμενικών) θεμελιωδών δικαιωμάτων που προστατεύονται το μεν δικαίωμα στην ζωή από τα άρθρα 2 παρ. 1 και 5 παρ. 2 του Συντάγματος (πρβλ. και άρθρο 2 ΕΣΔΑ), το δε δικαίωμα στην υγεία από το άρθρο 5 παρ. 5 του Συντάγματος ως αμυντικό θεμελιώδες δικαίωμα και από το άρθρο 21 παρ. 3 του Συντάγματος ως κοινωνικό θεμελιώδες δικαίωμα. Παράλληλα, τα ως άνω δικαιώματα συνθέτουν και την δημόσια υγεία ως συλλογικό έννομο αγαθό, αναμφίβολα άξιο προστασίας ως τέτοιο[5]. Ένεκα της πανδημίας, συντελέστηκε μια δογματική μεταβολή του δικαιώματος στην υγεία, με την ενσωμάτωση στην εσωτερική δομή του δικαιώματος αυτού, της έννοιας του καθήκοντος στην υγεία. Η ίδια η εμπειρία της πανδημίας απέδειξε ότι σε μία τέτοια κατάσταση, η υγεία του καθενός εξαρτάται και επηρεάζεται άμεσα από την υγεία του άλλου, δηλαδή, ότι αφενός κανείς δεν μπορεί να σωθεί μόνος του και αφετέρου ότι έστω και ένα άτομο μπορεί να πλήξει την υγεία περισσοτέρων. Υπ’ αυτήν την έννοια, το δικαίωμα στην υγεία αποκτά τη μορφή του «δικαιώματος – καθήκοντος». Το καθήκον στην υγεία αποτελεί ένα νέο συνταγματικό καθήκον, όχι αμιγώς νομικό αλλά πρωτίστως ηθικό, η εκπλήρωση του οποίου αποτελεί στην παρούσα συγκυρία την πιο χαρακτηριστική έκφραση του «χρέους της εθνικής και κοινωνικής αλληλεγγύης» κατά το άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος[6].

Σε κάθε περίπτωση εξάλλου, είναι κοινός τόπος -τουλάχιστον από νομικής απόψεως-, ότι η εκάστοτε κατάσταση ανάγκης δεν δικαιολογεί την ανάληψη δράσεων που ενέχουν σοβαρούς περιορισμούς δικαιωμάτων, χωρίς να τελούν σε σχέση άμεσης συνάφειας και αναγκαιότητας με την προστασία της δημόσιας υγείας. Την ίδια στιγμή, αυτή η κατάσταση ανάγκης, επιβάλλει την άμεση κρατική δράση επί σκοπώ λήψης κάθε αναγκαίου θετικού μέτρου για την ουσιαστική και αποτελεσματική στήριξη όλων των κατηγοριών των πολιτών ανάλογα με τις ανάγκες τους[7]. Συνεπώς, μια έκτακτη κατάσταση, όπως κατεξοχήν είναι μια πανδημία, αποτελεί εγγενώς, τόσο κατά τη θεωρία όσο και κατά τη νομολογία, λόγο κάμψης της απόλυτης προστασίας δικαιωμάτων και ελευθεριών. Κάμψη, όμως, δεν σημαίνει ούτε κατάλυση ούτε κατάχρηση – ο πυρήνας του δικαιώματος και η δυνατότητα πλήρους απόλαυσης του, όταν θα περάσει η έκτακτη ανάγκη, θα πρέπει να παραμένουν αναλλοίωτοι[8].

ΙΙΙ. ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ ΣΕ ΚΡΙΣΗ

Πέραν πάσης αμφιβολίας, η επιστημονική κοινότητα χρειάστηκε (και χρειάζεται ακόμη) χρόνο για να αποκωδικοποιήσει τον νεοφανή ιό, προκειμένου να μπορέσει να υποδείξει τις δέουσες ενέργειες για την αντιμετώπισή του. Σε κανονιστικό επίπεδο όμως, χρόνος δεν υπήρχε, καθώς έπρεπε να καταστρωθούν συγκεκριμένοι κανόνες αντιμετώπισης της πανδημίας. Η κοινωνία και η δημόσια διοίκηση έπρεπε να έχουν έναν σαφώς καθορισμένο οδικό χάρτη διαχείρισης της πανδημίας, έτσι ώστε να μπορέσουν να διαφυλάξουν την ίδια την ύπαρξή τους. Από την πλευρά της, η ιατρική επιστήμη, τροφοδοτούσε την νομική με υποδείξεις, κινούμενη περισσότερο σε αξιωματικές συστάσεις, με γνώμονα τη μέγιστη δυνατή ασφάλεια της δημόσιας υγείας, παρέχοντας πιο εξιδιασμένες κατευθύνσεις, ευθύς ως υφίστατο για αυτές επαρκής -επιστημονικά- βεβαιότητα. Η σύμπραξη τούτη, μεταξύ ιατρικής και νομικής επιστήμης ήταν a priori δυσχερής, καθώς οι δυο επιστήμες αντιρροπούσαν, την στιγμή που επιβαλλόταν να ισορροπήσουν: αφενός η ιατρική επιστήμη, επιζητούσε τη μέγιστη δυνατή ασφάλεια για την υπόδειξη λύσεων και αφετέρου η νομική επιστήμη καλούνταν να δώσει διέξοδο στα επιτακτικά θεσμικά αδιέξοδα της υγειονομικής κρίσης.

Ταυτόχρονα, η ένταση της πανδημικής κρίσης, ανέδειξε την πρωτοκαθεδρία του εθνικού κράτους στην αντιμετώπιση ενός φαινομένου παγκόσμιας εμβέλειας. Μπροστά στα διλήμματα επιβολής περισσότερο ή λιγότερο ευρέων περιορισμών, κάθε κράτος χάραζε τη δική του πορεία, μην μπορώντας, και πρωτίστως, μην επιθυμώντας, να εκχωρήσει τα θεμελιώδη ζητήματα της δημοκρατικής (ή μη) ύπαρξής του σε υπερεθνικούς θεσμούς. Για την ακρίβεια, η υπερεθνική συμβολή εντοπίζεται στο επίπεδο των διδαγμάτων και διαπιστώσεων των επιστημονικών φορέων και θεσμών, που συναπαρτίζουν την πρωτογενή ύλη για την κατάστρωση της εθνικής στρατηγικής αντιμετώπισης της κρίσης. Επίσης, οι εμπειρίες των άλλων χωρών, σε σχέση και με τα αναληφθέντα από αυτές μέτρα, λαμβάνοντας συνάμα υπόψη και τις ιδιαιτερότητες κάθε κοινωνίας[9], αποτέλεσαν εμπειρικά παραδείγματα που επηρέαζαν και διαμόρφωναν τα εθνικά σχέδια δράσης. Τελικά, παρότι κάθε κράτος ανέλαβε αυτοβούλως και αυτοτελώς την -κατά την κρίση του- βέλτιστη δέσμη μέτρων αντιμετώπισης του κορωνοϊού, η ταυτότητα και η μοναδικότητα της εισερχόμενης πληροφορίας από την παγκόσμια επιστημονική κοινότητα, οδήγησε εκ του αποτελέσματος στην υιοθέτηση grosso modo κοινών λύσεων.

Στο πλαίσιο αυτό, η εγχώρια νομοθεσία αντιμετώπισης της πανδημίας του κορωνοϊού, διαπλάστηκε, στη βάση των παρακάτω ιδιόμορφων χαρακτηριστικών:

Πρώτον ήταν -εξ ανάγκης- μικρόπνοη, υπό την έννοια ότι είχε περιορισμένη χρονική ισχύ, αναδιαμορφούμενη από τα εκάστοτε νέα επιστημονικά δεδομένα. Η ευθεία αναφορά σε μεταβαλλόμενα επιστημονικά διδάγματα άλλωστε, οδήγησε στην επικράτηση της δευτερογενούς νομοθεσίας, καθώς ήταν πρακτικά -αλλά και θεσμικά- αδύνατο να τροποποιούνται διατάξεις τυπικών νόμων σε περιοδικά διαστήματα ολίγων ημερών. Για πρώτη φορά στην ιστορία του ελληνικού κράτους, μια επαναλαμβανόμενη κοινή υπουργική απόφαση (υπογραφείσα σχεδόν από το σύνολο του υπουργικού συμβουλίου), συνήθως 10ήμερης χρονικής ισχύος, ρύθμιζε τη λειτουργία του συνόλου των πεδίων δραστηριότητας (τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα) για σχεδόν δυο έτη.

Δεύτερον είχε έντονα ανασταλτικό χαρακτήρα, καθώς η παύση της συνήθους οικονομικής δραστηριότητας και η υπο-λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών κατέτεινε στη χρονική μετατόπιση των έννομων υποχρεώσεων, μέσω των παρατάσεων των νομικών προθεσμιών. Ακόμα δε, κι αν μια ενέργεια μπορούσε να διεκπεραιωθεί στον ορισθέντα καταρχήν χρόνο, η κεκτημένη ταχύτητα του νομοθέτη την παρέπεμπε στο μέλλον. Τούτη δε, η ανασταλτικότητα, εκφραζόμενη με τη θέσπιση παρατάσεων, δεν αποτέλεσε χαρακτηριστικό γνώρισμα μόνο των εννόμων σχέσεων κράτους και ιδιωτών, αλλά έκανε μετάσταση και στις έννομες σχέσεις αμιγώς μεταξύ ιδιωτών, με τον νομοθέτη να παρεμβαίνει ευθέως στην ιδιωτική και συλλογική αυτονομία[10]. Είναι πρόδηλο, ότι η παρεμβατικότητα του νομοθέτη στις ιδιωτικές σχέσεις εκ προοιμίου θα πρέπει να είναι περιορισμένη και φειδωλή, αφήνοντας ζωτικό χώρο στην ιδιωτική αυτονομία να αναπτυχθεί και να εξελιχθεί. Παρά ταύτα, η ανάγκη τήρησης των κοινωνικών ισορροπιών και η αυξημένη έγνοια του νομοθέτη της πανδημίας να «προστατευτούν» και οι ιδιωτικές σχέσεις και να προφυλαχθεί η συνοχή του κοινωνικού ιστού στην έκτακτη αυτή συγκυρία, οδήγησαν σε μια έντονη παρεμβατικότητα, η οποία, παρότι πρόσκαιρα μπορεί να λειτούργησε ανακουφιστικά και επουλωτικά, στην πραγματικότητα υπέσκαπτε τα ίδια τα θεμέλια του ιδιωτικού δικαίου, απομείωνε τη δυναμικότητά του και περιόριζε τη δυνατότητα της αυτορρύθμισης των ιδιωτικών σχέσεων.

Τρίτον οι έννοιες του «εκτάκτου» και του «επείγοντος», απώλεσαν εν τοις πράγμασι το νόημά τους. Η -ήδη- διετής χρονική έκταση της πανδημικής κρίσης, αποδεικνύει ότι τα όρια της έκτακτης ανάγκης και της επείγουσας περίστασης έχουν υπερκεραστεί προ πολλού, αναδεικνύοντας συνάμα την ανάγκη λήψεως μέτρων πιο μόνιμου και -κατά περίπτωση- ενδεχομένως πιο ήπιου χαρακτήρα.

 IV. Η COVID – ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

Η υγειονομική κρίση, δημιούργησε ένα νομοθετικό υπόστρωμα σχεδόν για το σύνολο της έννομης τάξης, απαριθμώντας, δυο έτη μετά το ξέσπασμά της, 10 ΠΝΠ, 5 κυρωτικούς νόμους, 7 νόμους με τομεακό περιεχόμενο για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων του κορωνοϊού και περί τις 1.398 πράξεις δευτερεύουσας νομοθεσίας. Στα παραπάνω, πρέπει να προστεθούν και ρυθμίσεις που εντοπίζονται και σε μη τομεακά νομοθετήματα, με τον υπέρτιτλο «λοιπές διατάξεις» και αφορούν στην Covid-19. Ασχέτως όμως του όγκου της νομοθετικής ύλης ή ακόμα και της θεσμικής επιλογής της θέσπισης της πλειονότητας των ρυθμίσεων με παράγωγη νομοθεσία, η ουσία (και κατ’ επέκταση η αξία) της Covid-νομοθεσίας κρύβεται στην αποτελεσματικότητά της. Η κρίση περί της αποτελεσματικότητας της νομοθεσίας, ευνοήτως δεν θα πρέπει να συγχέεται με την εξάλειψη του ιού (!) ούτε μπορεί να εξετάζεται ξεχωριστά από την πρόσφατη οικονομική κρίση. Και τούτο, γιατί, η οικονομική κρίση αποτέλεσε το έδαφος πάνω στο οποίο επιστρώθηκε και εξαπλώθηκε η υγειονομική κρίση. Το θεμελιώδες ερώτημα τελικά, πέραν των κατ’ ιδίαν κριτηρίων μέσω των οποίων προσεγγίζεται η απάντησή του, είναι το εξής: Μπόρεσε η Covid – νομοθεσία να συμβάλλει στην αποφυγή και τον περιορισμό της διάδοσης του κορωνοϊού, όπως ευαγγελιζόντουσαν οι τίτλοι των συναφών νομοθετημάτων και υπουργικών αποφάσεων;

Η απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα αναπόφευκτα διέρχεται (και) μέσω της συγκριτικής επισκόπησης της θεσμικής αντίδρασης στις δίδυμες κρίσεις (την οικονομική και την υγειονομική) και της αξιολόγησης και αξιοποίησης των εξαχθέντων -από την προαναφερόμενη εργασία- διαπιστώσεων. Η πλέον παράδοξη διαπίστωση, που αναδεικνύει η σύγκριση της νομοθεσίας της πανδημίας με αυτή της οικονομικής κρίσης, αφορά στην χρονική τους στόχευση. O νομοθέτης της οικονομικής κρίσης είχε το βλέμμα του στραμμένο προς το μέλλον, προβαίνοντας σε ευρείες νομοθετικές παρεμβάσεις, με μακρόπνοη προοπτική και μεσομακροπρόθεσμο σχεδιασμό[11]. Στον αντίποδα, ο νομοθέτης της πανδημίας εξέλαβε την υγειονομική κρίση ως μια περιορισμένη χρονικά κατάσταση, στην οποία αντέδρασε με άμεσες και καθολικές ρυθμίσεις (με την πρόβλεψη ελαχίστων αντικειμενικών εξαιρέσεων, συσταλτικά ερμηνευομένων), επιτακτικού και κυρωτικού χαρακτήρα, αναστολή της κανονικότητας (θεσπίζοντας επαναλαμβανόμενες κατ’ εξαίρεση ρυθμίσεις, καθιστώντας την εξαίρεση, τελικά ως τον βασικό κανόνα) και οριζόντιες οικονομικές ενισχύσεις περιοδικής φύσεως. Η πορεία των γεγονότων απέδειξε ότι η υγειονομική κρίση υποτιμήθηκε. Παρότι αντιμετωπίστηκε ως μια χρονικώς περιορισμένη κρίση, πράγμα το οποίο είχε ως αποτέλεσμα τη λήψη έντονων μέτρων, προτάσσοντας την προστασία της δημόσιας υγείας έναντι των λοιπών δικαιωμάτων, τελικά αποδείχτηκε μια χρονίζουσα κρίση με ποικίλες προεκτάσεις.

Τελικά, η ιστορία απέδειξε ότι τόσο οι θεσμικές απαντήσεις στην οικονομική κρίση θα έπρεπε να συνδέονται στενά (και) με το παρόν, προκειμένου να είναι τελικά αποτελεσματικές και ρεαλιστικές όσο και ότι η αντιμετώπιση της πανδημίας θα πρέπει να προσβλέπει (και) προς το μέλλον, αποτινάσσοντας τα δεσμά της στείρας επικυριαρχίας του παρόντος. Και τούτο διότι, ο χρονισμός των νομοθετικών μεταβολών, σε συνδυασμό με την προοπτική που αυτές αποπνέουν, συνεπάγονται μια πολύ σημαντική παράπλευρη κοινωνική συνέπεια: την εμπέδωση κλίματος εμπιστοσύνης και ασφάλειας δικαίου και τον έγκαιρο χρονοπρογραμματισμό και σχεδιασμό ενεργειών των υποκειμένων των νομοθετικών ρυθμίσεων. Σε κάθε περίπτωση άλλωστε, οι θεσμικές μεταβολές θα πρέπει να συμβαδίζουν με το κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον στο οποίο αναφέρονται και απευθύνονται. Διαφορετικά, όσο περισσότερο απομακρύνονται από την πραγματικότητα και παρασύρονται από το δέον εστί και το αγαθόν εστί τόσο περισσότερο θέτουν υπό διακινδύνευση την αποτελεσματικότητά τους.

Η οικονομική κρίση απέδειξε ότι η προς το μέλλον στόχευση των νομοθετημάτων, κατά παράβλεψη του παρόντος, παραλύει και απονεκρώνει την αποτελεσματικότητα των ρυθμίσεων. Είναι προφανές εξάλλου, ότι το πρόβλημα εν προκειμένω δεν εντοπίζεται στην προς το μέλλον στόχευση των νομοθετημάτων, αλλά στην θεσμοθέτηση κατά παράβλεψη του παρόντος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η αλλαγή της φυσιογνωμίας του ασφαλιστικού μας συστήματος με τον ν. 3863/2010, προβλέποντας μια μεταβατική περίοδο εφαρμογής και έναρξης ισχύος, για να καταργηθεί τελικά, προτού de facto εφαρμοστεί, από τον ν. 4387/2016, ο οποίος είχε στο μεταξύ θυσιάσει τη μεταβατικότητα στο νέο σύστημα. Στον αντίποδα, η σπουδή του νομοθέτη για εμπροσθοβαρείς οικονομικές ενισχύσεις με το ξέσπασμα της πανδημίας, σε ένα δεδομένο πλαίσιο στενότητας οικονομικών πόρων, δυσχέραναν τη διαχείριση της κρίσης όσο αυτή εκτεινόταν χρονικά, απομειώνοντας τη δυναμική των παρεμβάσεων στην κορύφωση της κοινωνικής αναγκαιότητας.

Παράλληλα, η νομοθεσία της πανδημίας, εμφορούμενη από την αδήριτη ανάγκη για την προστασία της δημόσιας υγείας, παρέβλεψε την παραδοξότητα να θεσπίζονται υψηλότατα διοικητικά πρόστιμα τη στιγμή που το ενεργό τμήμα της οικονομίας και της κοινωνίας διατελούσε σε καθεστώς απαγόρευσης δραστηριοποίησης και κρατικής (προνοιακής) ενίσχυσης και δη, έχοντας μόλις αφήσει πίσω του μια υπερδεκαετή οξεία οικονομική κρίση. Η διαχείριση της πανδημίας του Covid-19 αποτελεί ευκαιρία για την επιδίωξη της δικαιοκρατικής εμβάθυνσης της προστασίας της υγείας, όχι όμως μέσω της δημιουργίας ενός υπερ-δικαιώματος, αλλά, κυρίως, μέσω της αναθεώρησης των οικονομικών σχέσεων και της ανασυγκρότησης της προστασίας του περιβάλλοντος, τα ελλείμματα της οποίας πιθανόν να μην είναι άσχετα με την εξάπλωση του φονικού ιού[12]. Πρωτίστως όμως, η νομική επιλογή της αντιμετώπισης της κρίσης μέσω της δημιουργίας νέων νομικών εργαλείων, αύξησε το επίπεδο δυσκολίας στη διαχείρισή της, καθότι ιδιώτες και κράτος έπρεπε, συν τοις άλλοις, να προσαρμοστούν σε νεοφανείς θεσμούς. Και μολονότι η δημιουργία νέων νομικών εργαλείων είναι όχι απλώς δικαιολογημένη, αλλά και αναγκαία στα πεδία εκείνα στα οποία υπάρχει θεσμικό κενό ή ακόμη και στα πεδία εκείνα στα οποία δεν προκρίνεται η αναλογική εφαρμογή υφιστάμενων νομικών θεσμών, ο παραγκωνισμός διαχρονικά δοκιμασμένων κανόνων δικαίου για περιπτώσεις έκτακτων και απρόοπτων μεταβολών (όπως της παράκαμψης του άρθρου 388ΑΚ περί απρόοπτης μεταβολής συνθηκών, μέσω της θέσπισης ειδικής ρύθμισης περί μείωσης ενοικίων λόγω κορωνοϊού), σίγουρα δεν πιστώνεται στις δικαιοκρατικά ορθές επιλογές του νομοθέτη της πανδημίας. Τα παραπάνω, έχουν μια ακόμη παράπλευρη συνέπεια, η οποία θα προκύψει στο εγγύς μέλλον: η εισαγωγή μιας «Covid-19 νομικής ορολογίας», απότοκο της Covid-19 νομοθεσίας, συνηγορεί υπέρ της διαπλάσεως μιας ειδικού περιεχομένου «Covid-19 νομολογίας», διακρινόμενης από την εν γένει νομολογία περί εκτάκτων καταστάσεων.

Είναι πρόδηλο, ότι το κράτος απάντησε άμεσα και έγκαιρα στην υγειονομική κρίση του Covid-19, αξιοποιώντας καταρχήν τα μέσα προστασίας που έχει επιφυλάξει η έννομη τάξη για περιπτώσεις έκτακτης και επείγουσας ανάγκης. Η αναγκαιότητα θεσμικής αντιμετώπισης της απειλής της πανδημίας, σε ένα περιβάλλον επιστημονικής αβεβαιότητας, ήταν μια πρωτοφανής πρόκληση για την νομική επιστήμη, η οποία mutatis mutandis ανταποκρίθηκε υποδειγματικά. Αφεύκτως, σε ένα περιβάλλον περιορισμένου χρόνου και αβέβαιων συνεπειών, η διολίσθηση σε αμετρίες είναι αναπόσπαστο κομμάτι της όλης προσπάθειας. Η αποτελεσματικότητα των ρυθμίσεων της πανδημίας ωστόσο, ειδικά για την περίπτωση της Ελλάδας, εξαρτάται όχι μόνο από το παρόν και το μέλλον, όπως συμβαίνει κατά κανόνα στις άλλες χώρες του πλανήτη, αλλά πρωτίστως από το παρελθόν, καθώς οι πληγές της οικονομικής κρίσης δεν είχαν επουλωθεί πλήρως, όταν η κοινωνία εκτέθηκε στην υγειονομική κρίση. Παρά ταύτα, η παρελθούσα διετία, είχε πολλά να διδάξει στον νομοθέτη για τη λυσιτέλεια των επιλογών του -που είναι και το τελικό ζητούμενο-, συμβάλλοντας έτσι στη διόρθωση των υπερβολών και των νομικών υπερθεματισμών, μέσω μιας δυναμικής διαδικασίας για την ουσιαστική υπέρβαση της κρίσης, η οποία απλά συνεχίζεται..

[1] Κοντιάδης Ξ., Πανδημία, Βιοπολιτική και Δικαιώματα, Ο κόσμος μετά τον Covid-19, Εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2020, σελ. 90.

[2] Γεραπετρίτης Γ., 2012, Η οικονομική κρίση ως στοιχείο απορρύθμισης της ιεραρχίας των πηγών του δικαίου: Νομοτέλεια ή άλλοθι;, Νομικό Βήμα, τομ. 60, τεύχος 10/2012, σελ. 2781: «Χαρακτηριστικό όσο και θεσμικά σοκαριστικό είναι το παράδειγμα της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου της 9ης Νοεμβρίου 2012 “Επιμέρους Ρυθμίσεις επί των επειγόντων μέτρων εφαρμογής του Ν. 4046/2012 και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016” (ΦΕΚ Α΄ 224/12.11.2012). Με την πράξη αυτή τροποποιήθηκε σειρά διατάξεων του ν. 4093/2012, ο οποίος ψηφίστηκε την ίδια ημέρα με την Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου που τον τροποποίησε (9 Νοεμβρίου 2011) και δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ επίσης την ίδια ημέρα με την τροποποιητική πράξη (12 Νοεμβρίου 2012). Σε ορισμένα μάλιστα σημεία του, η Πράξη επανέφερε τη διατύπωση του νομοσχεδίου όπως είχε εισαχθεί αρχικώς στη Βουλή, πριν το νομοθετικό σώμα προβεί σε τροποποίησή του!».

Παρόμοια, η έκδοση τριών Π.Ν.Π. σε διάστημα μόλις είκοσι ημερών, το έτος 2015, με την κήρυξη τραπεζικής αργίας βραχείας διάρκειας με την από 28-6-2015 Π.Ν.Π. (ΦΕΚ Α 65/2015), η οποία τροποποιήθηκε μόλις δυο ημέρες μετά, με την από 30-6-2015 Π.Ν.Π. (ΦΕΚ Α 66/2015), ενώ δέκα οκτώ ημέρες μετά, με την από 18-7-2015 Π.Ν.Π. (ΦΕΚ Α 84/2015), θεσπίστηκαν περιορισμοί στην ανάληψη μετρητών και τη μεταφορά κεφαλαίων και τέθηκαν το πρώτον και τροποποιήσεις – συμπληρώσεις φορολογικών ρυθμίσεων. Και ναι μεν, η νομοθέτηση δια Π.Ν.Π. προβλέφθηκε για να καλύψει περιπτώσεις που δε θα μπορούσαν να διαρρυθμιστούν δια της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας, όμως ταυτόχρονα, αποτελεί και τρόπο έμμεσης παρακάμψεως της Βουλής, θέτοντάς την, κατά τη διαδικασία της κυρώσεως, προ τετελεσμένων καταστάσεων, αφού οι ρυθμίσεις της Π.Ν.Π. ως άμεσα εφαρμοστέες, έχουν ήδη αναπτύξει τα έννομα αποτελέσματά τους.

[3] ΣτΕ [Ολ] 2567/2015, ΣτΕ [Ολ] 1901/2014, ΣτΕ ΕΑ 737/2012, ΣτΕ [Ολ] 1250/2003, ΣτΕ [Ολ] 3612/2002, ΣτΕ [Ολ] 3636/1989, ΣτΕ [Ολ] 2289/1987.

[4] Χρήστου Β., Η επιστήμη, η πανδημία και οι προκλήσεις μπροστά μας, https://www.constitutionalism.gr/2020-04-29_christou-pandimia/?hilite=%27%CE%A7%CF%81%CE%AE%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%85%27 (Ημερομηνία Ανάκτησης: Ιανουάριος 2022)

[5] Τσιλιώτης Χ., Πανδημία και περιοριστικά μέτρα: Περιορισμοί στα θεμελιώδη δικαιώματα και αρχή της επιφύλαξης του νόμου (Μέρος Ι), https://www.syntagmawatch.gr/trending-issues/pandimia-kai-perioristika-metra-periorismoi-sta-themeliodi-dikaiomata-kai-arxi-tis-epifilaxis-tou-nomou-meros-i/ (Ημερομηνία Ανάκτησης: Ιανουάριος 2022).

[6] Ανθόπουλος Χ., Πανδημία και δικαίωμα στην υγεία,  Εφημερίδα «Πρώτο Θέμα»,  26.4.2020, αναδημοσίευση στο www.constitutionalism.gr, καταχώρηση: 26.4.2020 [https://www.constitutionalism.gr/2020-04-26_anthopoulos-pandimia-dikaioma-ygeias/ (Ημερομηνία ανάκτησης Ιανουάριος 2022)].

[7] Γιαννακόπουλος Κ., Στιγμές από τις χρονικότητες της κρίσης του Covid-19, https://www.constitutionalism.gr/2020-04-16_yannakopoulos-hronikotites-krisis/?hilite=%27%CE%93%CE%B9%CE%B1%CE%BD%CE%BD%CE%B1%CE%BA%CF%8C%CF%80%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%BF%CF%82%27 (Ημερομηνία Ανάκτησης: Ιανουάριος 2022)

[8] Μποτόπουλος Κ., Κορωνοϊός και Έκτακτη Ανάγκη, https://www.syntagmawatch.gr/trending-issues/koronoios-kai-ektakti-anagi/ (Ημερομηνία ανάκτησης Ιανουάριος 2022).

[9] Η ικανοποιητική αντιμετώπιση του ιού στην Κίνα, παρότι συνιστά την πλέον πολυπληθή χώρα ανά την υφήλιο, οφείλεται στην άμεση εφαρμογή των περιοριστικών μέτρων (lockdown), ενώ η αναποτελεσματική διαχείριση του ιού στην Ιταλία, οφείλεται στα δημογραφικά της δεδομένα (από τους πιο γηραιούς πληθυσμούς παγκοσμίως) και στην αργοπορημένη εφαρμογή των περιοριστικών μέτρων (lockdown).

[10] Επί παραδείγματι, η παράταση της διάρκειας των επαγγελματικών μισθώσεων (άρθρο 111 του ν. 4790/2021), καθώς και η παράταση της θητείας των διοικητικών οργάνων των συνδικαλιστικών οργανώσεων της παρ. 1 του άρθρου 9 του ν. 1264/1982 (Α`79), καθώς και των εργοδοτικών οργανώσεων [άρθρο δέκατο έβδομο της από 14-3-2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (ΦΕΚ Α’ 64), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 3 του ν. 4682/2020 (ΦΕΚ A’ 76), άρθρο δωδέκατο της από 13-4-2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (ΦΕΚ Α’ 84), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 1 του ν. 4690/2020 (ΦΕΚ A’ 104), άρθρο 28 παρ. 1 του ν. 4690/2020, άρθρο 25 του ν. 4722/2020, άρθρο 72 του ν. 4756/2020, άρθρο 133 του ν. 4808/2021].

[11] Από τις πλέον εμφατικές περιπτώσεις μεσομακροπρόθεσμου σχεδιασμού αποτελεί ο ν. 3863/2010, στην -απολογητικού ύφους- αιτιολογική έκθεση του οποίου γίνεται ευθεία επίκληση των μελλοντικών γενεών, φωτίζοντας συνάμα πτυχές, που μέχρι τότε το ελληνικό πολιτικό σύστημα δεν τις είχε αγγίξει καν: «[…] Το παρόν σχέδιο νόμου συνιστά τη θεσμική απάντηση της Πολιτείας σε μια χρόνια, διαρκώς επιδεινούμενη και ήδη πλέον ανεξέλεγκτη κρίση: την κρίση του ασφαλιστικού μας συστήματος. Χωρίς την παραμικρή αμφιβολία, η ελληνική Πολιτεία άργησε να παρέμβει με τρόπο ριζικό, καίριο και αποτελεσματικό στο ζήτημα του Ασφαλιστικού. Είναι κοινή η αρνητική διαπίστωση, ότι στη διάρκεια των δυο προηγούμενων δεκαετιών, συλλογικά, ως πολιτική ηγεσία, ως κοινωνικοί εταίροι, ως θεσμικοί ιθύνοντες, ως συντεταγμένη πολιτεία, και τελικώς ως λαός είτε δεν θελήσαμε είτε δεν τολμήσαμε είτε δεν μπορέσαμε να επιβάλλουμε εκείνες τις αναγκαίες αλλαγές που θα επέτρεπαν στην κοινωνική ασφάλιση της πατρίδας μας να ορθοποδήσει οικονομικά και να παραμείνει βιώσιμη και στο μέλλον. Και αυτό, μολονότι σε γενικές γραμμές ήταν γνωστό τόσο το μέγεθος και η φύση των προβλημάτων, όσο και το υπερεπείγον των αναγκαίων παρεμβάσεων. Συνέπεια αυτής της συλλογικής μας αμηχανίας, και τελικώς αβουλίας, δεν είναι μόνο ότι η χώρα έχασε επανειλημμένως την ευκαιρία να προβεί σ’ εκείνη τη μεταρρύθμιση που οι συνθήκες επέβαλαν, αλλά και ότι είδε τα προβλήματά της να διογκώνονται σταθερά σε βαθμό που αυτή τη στιγμή ακόμα και ο όρος «κρίση» να μην είναι επαρκής, ώστε να αποδώσει το μέγεθος του προβλήματος. Σήμερα είναι απολύτως ξεκάθαρο· το ιστορικό δίλημμα ενώπιον του οποίου βρισκόμαστε δεν είναι αν ως Πολιτεία θα διαχειριστούμε επιτυχώς ή όχι μια, οσοδήποτε μεγάλη, κρίση του ασφαλιστικού μας συστήματος. Το ιστορικό δίλημμα που αντιμετωπίζουμε είναι αν με την πολιτική μας θα επιτρέψουμε ή θα αποτρέψουμε την επικείμενη κατάρρευση του θεσμού που συνιστά το θεμέλιο του κοινωνικού μας κράτους. Αν θα περισώσουμε την κορυφαία κατάκτηση των εργαζομένων της πατρίδας μας. Αν θα εμπεδώσουμε, αυτή τη φορά σε γερά θεμέλια, το οικοδόμημα της διαγενεακής και κοινωνικής αλληλεγγύης, χωρίς το οποίο δεν υπάρχει ευνομούμενη και ευημερούσα Πολιτεία. Ο Πρωθυπουργός έδωσε ευθέως το μέτρο της πρόκλησης, όταν αποκάλεσε το Ασφαλιστικό «εθνικό ζήτημα». Το παρόν σχέδιο νόμου εδράζεται ακριβώς στην επίγνωση ότι το πρόβλημα που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε και να υπερβούμε έχει εθνικές διαστάσεις. Και το επιλύουμε έχοντας βασικό μας γνώμονα το αίτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης.»

[12] Γιαννακόπουλος Κ., Θα έχει η προστασία της υγείας την ίδια τύχη με την προστασία του περιβάλλοντος;, https://cyannakopoulos.gr/wp-content/uploads/2020/12/CY_2.pdf (Ημερομηνία Ανάκτησης: Ιανουάριος 2022)

* Της Αικατερίνης Γανίδη, Δικηγόρου Παρ’ Αρείω Πάγω, ΔΝ Δημοσίου Δικαίου

** Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, τεύχος 1/2022