Η θέσπιση ενός γενικού κατωτάτου ορίου αμοιβών, ανταποκρίνεται στη αρχή του κοινωνικού κράτους και στο κοινωνικό δικαίωμα στην εργασία, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 22 παρ. 1 Σ.[1]. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 1 του Σ., το κράτος πρέπει να εξασφαλίζει θέσεις εργασίας, αμειβόμενες ανάλογα με τις ικανότητες καθενός, αξιοπρεπείς όρους και συνθήκες εργασίας, καθώς και εξουσία για συλλογική οργάνωση. Βέβαια, εκ της προαναφερόμενης συνταγματικής επιταγής δεν απορρέει αγώγιμη αξίωση κατά του κράτους για την εκπλήρωση των ανωτέρω υποχρεώσεων[2]. Η εν λόγω ρύθμιση όμως, έχει συγκεκριμένο περιεχόμενο: το κράτος υποχρεούται να λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για την πραγμάτωση των ανωτέρω υποχρεώσεων, κατόπιν στάθμισης των συντρεχουσών κοινωνικοοικονομικών αναγκών. Κάθε περιορισμός του κοινωνικού αυτού δικαιώματος πρέπει να εκτιμάται με βάση την αρχή της αναλογικότητας και με απώτατο απαραβίαστο όριο, την προστασία του πυρήνα του προσβαλλόμενου δικαιώματος[3].

Η αµοιβή του εργατικού δυναμικού είναι, βεβαίως, στην πράξη, συνάρτηση της προσφοράς και της ζήτησης στην αγορά εργασίας. Ο αξιωματικός, όµως, αυτός κανόνας της οικονοµίας, κάμπτεται από την αναγνωριζόμενη νομικά δυνατότητα των συνδικαλιστικών οργανώσεων εργαζοµένων και εργοδοτών να καθορίζουν τους όρους εργασίας τους (μισθολογικούς και μη μισθολογικούς), συνάπτοντας συλλογικές συµβάσεις εργασίας (εφεξής σ.σ.ε.), οι οποίες έχουν ισχύ τυπικού νόμου[4].

Η προβληματική της κρατικής παρέμβασης, εκφραζόμενης με τη θέσπιση νόμων, ως μέσο κατίσχυσης επί της συλλογικής αυτονοµίας, δηλαδή το ζήτηµα, σε ποια έκταση είναι δυνατόν ο νοµοθέτης να περιορίζει την ελευθερία σύναψης συλλογικών συµβάσεων, επανήλθε στο προσκήνιο, εξ αφορμής των μεταβολών του εργατικού δικαίου της οικονομικής κρίσης[5]. Το άρθρο 22 παρ. 2 του Συντάγµατος (σε συνδυασμό µε το άρθρο 23 παρ. 1) περιορίζει την κυριαρχία του νοµοθέτη, υπό την έννοια ότι η συλλογική διαπραγµάτευση αναγνωρίζεται ως ο βασικός ρυθµιστικός παράγοντας των εργασιακών σχέσεων[6]. Όλως εξαιρετικώς, η συλλογική αυτονοµία υποχωρεί υπέρ της αποκλειστικής πολιτειακής ρύθµισης, µόνον εφόσον συντρέχουν ειδικοί προς τούτο δικαιολογητικοί λόγοι, ενώ, υφισταμένης σ.σ.ε., αυτή δεν µπορεί να τροποποιηθεί ή να καταργηθεί µε τυπικό νόµο[7].

Εξ απόψεως Διεθνούς Εργατικού Δικαίου, τα νομικά κείμενα τάσσονται κατά κανόνα υπέρ της συλλογικής αυτονομίας, δίχως τούτο να σημαίνει, ότι δεν υπάρχουν τέτοια, που διαρρυθμίζουν με μεγάλη ευθύτητα και ζητήματα κατώτατου μισθού[8].

Το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο εξάλλου, με απόφαση της Ολομέλειάς του, έκρινε, ότι µε την Συνταγµατική διάταξη του άρθρου 22 «περιωρίσθη η υπό το κράτος των προγενεστέρων συνταγµάτων αναγνωριζόµενη παντοδυναµία του νοµοθέτου» και ότι µε αυτή «τίθεται φραγµός εις την παντοδυναµία του νοµοθέτου κατά τη ρύθµισιν των εν λόγω θεµάτων, ούτως ώστε να καθίσταται αντίθετος προς την συνταγµατικήν ταύτην διάταξιν η άσκησις της νοµοθετικής αρµοδιότητας κατά τρόπο άγοντα εις πλήρη αποδυνάµωσιν του θεσµού», ενώ, ως προς τις αποδοχές των εργαζοµένων, απεφάνθη, ότι ο καθορισµός τους «δεν µπορεί να γίνει από το νόµο κατά τρόπο αποκλειστικό, να αφαιρεθεί δηλαδή από την ύλη της συλλογικής συµβάσεως»[9]. Ωστόσο, το ΣτΕ δέχεται, ότι λόγοι γενικότερου κοινωνικού συµφέροντος, συνδεόµενοι µε την πορεία της εθνικής οικονοµίας, δικαιολογούν τον αποκλειστικό, πολιτειακό καθορισμό των αποδοχών, είτε όλων των µισθωτών είτε ορισμένων κατηγοριών, πάντοτε με όριο την αρχή της αναλογικότητας. Συναφώς, κρίθηκε, ότι η απαγόρευση, της συνοµολόγησης και καταβολής αυξήσεων των αποδοχών των εργαζοµένων για περισσότερο από δύο έτη, λόγω της ανάγκης λήψης έκτακτων µέτρων για την προστασία της εθνικής οικονοµίας, δεν αντίκειται στα άρθρα 23 παρ. 1 και 22 παρ. 2 του Συντάγµατος[10].

Η Ελλάδα, με τον ν. 4093/2012, εισήγαγε ένα διττό σύστημα κατώτατου µισθού (τόσο νομοθετικά καθορισμένου όσο και ως προϊόν συλλογικής αυτονομίας). Η ειδοποιός διαφορά έγκειται στο εάν η επιχείρηση είναι µέλος των συµβεβληµένων στη σ.σ.ε. συνδικαλιστικών οργανώσεων. Σημειώνεται, ότι στον ν. 4093/2012, δεν τυποποιήθηκε µε ακρίβεια η διαδικασία καθορισμού του ύψους του «νοµοθετικού µισθού», η οποία ανήχθη σε περιεχόμενο ΠΥΣ[11]. Μάλιστα, η ρύθμιση περί εκδόσεως ΠΥΣ για τη διαδικασία διαμόρφωσης του κατώτατου μισθού, αντικαταστάθηκε ουσία (δεδομένου ότι το πεδίο εφαρμογής της, καταλήφθηκε από το πεδίο εφαρμογής νεότερης διάταξης) από τον μηχανισμό διαμόρφωσης νομοθετικώς καθορισμένου νόμιμου κατώτατου μισθού και κατώτατου ημερομισθίου για τους εργαζόμενους ιδιωτικού δικαίου όλης της χώρας, που θεσπίστηκε με το άρθρο 103 του ν. 4172/2013[12].

Η διάταξη του άρθρου 103 του ν. 4172/2013 εφαρμόστηκε μέχρι σήμερα συνολικά δυο φορές. Η προβλεπόμενη στον νόμο διαδικασία, εκκίνησε για πρώτη φορά τον Σεπτέμβριο του έτους 2018 και ολοκληρώθηκε με την έκδοση της υπ’ αριθμ. 4241/127/30.1.2019 υπουργικής απόφασης (δημοσιευθείσας στο ΦΕΚ τ. Β’ 173)[13], με την οποία καθορίστηκε, από 1ης Φεβρουαρίου 2019, ο νέος κατώτατος μηνιαίος μισθός για τους υπαλλήλους στα 650 ευρώ, καθώς και το ημερομίσθιο για εργατοτεχνίτες στα 29,04 ευρώ, ενώ καταργήθηκε ο υπο-κατώτατος μισθός, που αφορούσε τους εργαζόμενους κάτω των 25 ετών. Περαιτέρω, με την αριθ. 7613/395-18-02-2019 εγκύκλιο του υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, καθορίστηκαν και οι κατώτατες αμοιβές μέχρι τρεις τριετίες (από 10% προσαύξηση εκάστη) για τους μισθωτούς και έξι τριετίες (από 5% προσαύξηση εκάστη) για τους εργατοτεχνίτες.

Το έτος 2020, λόγω των έκτακτων συνθηκών της πανδημίας, η προβλεπόμενη στον νόμο διαδικασία μετατέθηκε χρονικά με διαδοχικές νομοθετικές πρωτοβουλίες [άρθρο δέκατο τέταρτο  της από 1.5.2020 Π.Ν.Π. (ΦΕΚ Α’ 90), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 2 του ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α΄ 104), άρθρο 24 του ν. 4722/2020 (ΦΕΚ Α’ 177), άρθρο 110 του ν. 4764/2020 (ΦΕΚ A` 256/23.12.2020)]. Ωσαύτως, πρακτικά η έναρξη της διαβούλευσης έλαβε χώρα τον Μάρτιο του έτους 2021 και ολοκληρώθηκε την 30η Ιουνίου του έτους 2021, με την αποστολή του πορίσματος που συνέταξε το ΚΕΠΕ, σε συνεργασία με 5μελή επιτροπή εμπειρογνωμόνων, καταλήγοντας σε ένα εύρος επιλογών μεταξύ της διατήρησης αμετάβλητου του νυν ισχύοντος κατώτατου μισθού και ημερομισθίου και της αύξησης του κατώτατου μισθού σε ποσοστό έως και 4%. Με την υπ’ αριθ. 107675/2021 υπουργική απόφαση (δημοσιευθείσα στο ΦΕΚ τ. Β’ 6263) καθορίστηκε από 1-1-2022 ο κατώτατος μισθός για τους υπαλλήλους στα 663 ευρώ και το κατώτατο ημερομίσθιο για τους εργατοτεχνίτες στα 29,62 ευρώ.

Η αύξηση του κατώτατου μισθού αποτελεί μια δύσκολη εξίσωση, με έντονο κοινωνικό και οικονομικό πρόσημο. Και τούτο διότι, ο κατώτατος μισθός πρέπει όχι μόνο να συνάδει με τις ευρύτερες δυνατότητες της οικονομίας, προκειμένου να μην μετατραπεί σε καταλύτη αθρόων απολύσεων ή ακόμη και μείωσης του ρυθμού μεταβολής της απασχόλησης, αλλά να αποτελεί ταυτόχρονα και «καλό αγωγό» της κοινωνίας στην οποία απευθύνεται. Τούτη την κοινωνική διάσταση φωτίζει η ενωσιακή πρόταση οδηγίας για επαρκείς κατώτατους μισθούς στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία δεν εξαντλεί τους διακηρυκτικούς σκοπούς της στη διασφάλιση του ελάχιστου επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης του εργαζόμενου και της οικογένειάς του, αλλά επιπλέον φιλοδοξεί να υφανθεί ένα πιο συνεκτικό προστατευτικό πλαίσιο για τους εργαζόμενους, αναφορικά με την αντιμετώπιση γενικότερων καταστάσεων κοινωνικού αποκλεισμού (υπό τη μορφή των δυνατοτήτων ισότιμης συμμετοχής των ατόμων στην οικονομική και κοινωνική ζωή) ένεκα του ύψους των κατώτατων αμοιβών.

Η απότομη -δια νομοθετικής επιβολής- μείωση του κατώτατου μισθού το έτος 2012[14], αποτελούσε μια δυναμική ενέργεια, που φιλοδοξούσε να τονώσει την καθημαγμένη από την κρίση αγορά εργασίας, μειώνοντας δραστικά το μισθολογικό κόστος των επιχειρήσεων. Με αυτή την ενέργεια, το κράτος προπορεύτηκε της συλλογικής αυτονομίας, η οποία είχε ισορροπήσει -εξ απόψεως κατώτατου μισθού- σε υψηλότερο επίπεδο, και προσπάθησε να ενδυναμώσει τις επιχειρήσεις, συγκρατώντας τυχόν αθρόες απολύσεις. Όμως, κάθε μέτρο τέτοιας έντασης, δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται μονοδιάστατα, αλλά πρέπει να εξετάζονται οι αντανακλάσεις του και στην αγοραστική δύναμη των υποκειμένων και κατ’ επέκταση στο επίπεδο διαβίωσης. Ετούτες οι προεκτάσεις είναι που νοηματοδοτούν την λυσιτέλεια κάθε μέτρου.

Η αύξηση του κατώτατου μισθού το έτος 2019, συνοδεύτηκε από έντονο προβληματισμό ως προς τις επιπτώσεις αυτής της αυξήσεως, ιδιαίτερα ως προς μια ενδεχόμενη αύξηση των απολύσεων, οι οποίες -κατά τη λογική ροή των πραγμάτων- αυξάνονται όσο αυξάνεται ο κατώτατος μισθός, αν και όσο υψηλότερος είναι ο κατώτατος μισθός, τόσο υψηλότερη είναι η αναδιανομή που τελικά προκαλεί. Στον αντίποδα, οι αρνητικές επιπτώσεις του κατώτατου μισθού στην απασχόληση αντισταθμίζονται από τη μείωση του κόστους εργασίας και κατ’ επέκταση του κόστους παραγωγής για τις επιχειρήσεις, καθώς και τη μείωση των ποσοστών εναλλαγής του εργατικού δυναμικού. Ο κατώτατος μισθός δηλαδή, δύναται να αποτελέσει σταθεροποιητή της απασχόλησης. Η τριτοβάθμια εξίσωση, επιλύεται υπό την προϋπόθεση ότι η αύξηση είναι τέτοιου ύψους, ώστε να μπορεί να μεταβολιστεί από την ίδια την αγορά εργασίας. Σε κάθε περίπτωση άλλωστε, δεν πρέπει να παροράται, ότι ο κατώτατος μισθός προστατεύει τους εργαζόμενους χαμηλών δεξιοτήτων, αποτελώντας ένα απαράβατο δίκτυ προστασίας, που αποτρέπει την εργασιακή εκμετάλλευση.

Προσέτι, ένα θεμελιώδες αντικειμενικό «κριτήριο» για την ανάληψη πολιτικών, αναφορικά με τον κατώτατο μισθό, αυτό του μέσου μισθού[15] -με τους επιστημονικούς φορείς να συγκλίνουν στην άποψη ότι η αναλογία του κατώτατου μισθού περίπου στο 50% του μέσου μισθού, προσιδιάζει σε μια υγιή αγορά εργασίας- δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί με ασφάλεια στη χώρα μας. Και τούτο, διότι, ενώ η αναλογία αυτή συντρέχει στις μεγάλες επιχειρήσεις, δεν συμβαίνει το ίδιο με τις συντριπτικά πολυπληθέστερες μικρές επιχειρήσεις[16], στις οποίες εκτός των άλλων ενδημεί και το φαινόμενο της απασχόλησης κατά μείζονα λόγο με ευέλικτες μορφές εργασίας.

Η πολυπλοκότητα του συστήματος κατώτατων αμοιβών, και ως εκ τούτου και του ανακαθορισμού του, εντείνεται λόγω της εξαρτήσεως πλήθους επιδομάτων από το ύψος του κατώτατου μισθού (ιδίως, τακτική επιδότηση ανεργίας, ειδικό βοήθημα λήξης ανεργίας, ειδικό βοήθημα μετά από τρίμηνη παραμονή στα μητρώα των ανέργων, ειδικό βοήθημα σε όσους εξέτισαν ποινή στερητική της ελευθερίας, ειδικό βοήθημα λόγω επίσχεσης εργασίας ή διακοπής εργασιών, ειδικό εποχικό βοήθημα, βοηθήματα μη μισθωτών, ειδική παροχή μητρότητας, συμπληρωματική παροχή μητρότητας, παροχή διαθεσιμότητας, προγράμματα κοινωφελούς χαρακτήρα). Περαιτέρω, η αύξηση του κατώτατου μισθού, συνεπάγεται την αύξηση της κατανάλωσης, η οποία, δεδομένων των ιδιαίτερων δομικών χαρακτηριστικών της εγχώριας οικονομίας και αγοράς εργασίας, σηματοδοτεί αφεύκτως την αύξηση των εισαγωγών και την περαιτέρω επιδείνωση του ισοζυγίου εμπορικών συναλλαγών.

Η επίτευξη της κοινωνικο-οικονομικά εποικοδομητικής και ωφέλιμης επιδράσεως της πρόσφατης αύξησης του κατώτατου μισθού, εξαρτάται σημαντικά από τη συνθήκη της πανδημίας, η οποία συντάραξε την αγορά εργασίας και συνοδεύτηκε από τη λήψη πρωτόγνωρων μέτρων, εκτεταμένης αναστολής της παραγωγικής δραστηριότητας και συνάμα στήριξης της απασχόλησης. Μάλιστα, οι κλάδοι που επλήγησαν περισσότερο από την πανδημία, ήτοι οι κλάδοι που με εντολή της δημόσιας αρχής ανέστειλαν τη λειτουργία τους, εντάσσονται σε εκείνους που παραδοσιακά χαρακτηρίζονται από αμοιβές στις παρυφές των κατωτάτων ορίων[17]. Συνεπώς, η σταδιακή επαναφορά της κανονικότητας τόσο στην αγορά εργασίας όσο και στην καθημερινότητα των πολιτών αποτελεί θεμελιώδη συνιστώσα στο στοίχημα της αφομοίωσης της αύξησης των κατώτατων αμοιβών από την αγορά εργασίας και το εν γένει οικονομικό μας σύστημα.

[1] Κουκιάδης Ι., Εργατικό Δίκαιο – Ατοµικές εργασιακές σχέσεις, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2009, σ. 32 και 43 επ., Λεβέντης Γ., Τα κοινωνικά δικαιώµατα του πολίτη, ΤοΣ, τ. Β’, Αθήνα 1976, σ. 126, Δ. Τραυλός-Τζανετάτος Δ., Το δικαίωµα εργασίας στο πεδίο έντασης µεταξύ Συντάγµατος και κοινωνικής πραγµατικότητας, σε Εργατικό δίκαιο και βιοµηχανική κοινωνία, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα 1977, σ. 104.

[2] Σχετ. Θεοδόσης Γ., Το κοινωνικό δικαίωμα στην εργασία, σε «Θεμελιώδη Δικαιώματα, Ατομικά, Κοινωνικά και Πολιτικά Δικαιώματα», Βλαχόπουλος Σπ. (επιμ.), Εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2017, σελ. 550: «Ωστόσο, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι το δικαίωμα της εργασίας είναι ένα μάλλον “ατελές” δικαίωμα. Ενώ τα δικαιώματα, εν γένει, επενδύονται από αντίστοιχες υποχρεώσεις των αποδεκτών τους που διασφαλίζουν την αποτελεσματική τους άσκηση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, το δικαίωμα της εργασίας δεν παρέχει στον εργαζόμενο πολίτη μια αγώγιμη αξίωση κατά της κρατικής εξουσίας ή κατά ιδιωτών εργοδοτών για παροχή και εξασφάλιση μιας αμειβόμενης θέσης εργασίας».

[3] Παπαδημητρίου Κ., Το κοινωνικό δικαίωμα στην εργασία, σε «Κοινωνικά Δικαιώματα και Κρίση του Κράτους Πρόνοιας», Όμιλος Αριστόβουλος Μάνεσης, Αθήνα 2006, σελ. 93-125.

[4] Δαγτόγλου Π., Ατοµικά Δικαιώµατα, τ. Β΄, Εκδ. Σάκκουλα Αθήνα – Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 858.

[5] Λεβέντης Γ., Συλλογική αυτονοµία και κρατικός παρεµβατισµός, Εκδ. Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα 1981, Κουκιάδης Ι., Εργατικό Δίκαιο – Συλλογικές εργασιακές σχέσεις, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2011, σελ. 15 επ.

[6] Λεβέντης Γ., όπ., σελ. 39, Χρυσόγονος Κ., Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, Εκδ. Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα 2002, σελ. 485.

[7] Δαγτόγλου Π., ό.π., σελ. 864 και 871.

[8] Το άρθρο 8 της 151/1978 Διεθνούς Σύµβασης Εργασίας (που κυρώθηκε µε τον ν. 2405/1996), επιτάσσει τον διακανονισµό των όρων απασχόλησης στη δηµόσια διοίκηση µε διαπραγµατεύσεις ή διαδικασία περιβαλλόµενη από εγγυήσεις ανεξαρτησίας και αµεροληψίας, το άρθρο 5 της Δ.Σ.Ε. 154/1981 (που κυρώθηκε µε τον ν. 2403/1996), απαιτεί να λαµβάνονται μέτρα, συµβατά µε τις εθνικές συνθήκες, για την υποστήριξη της συλλογικής διαπραγµάτευσης, και το άρθρο 2 της Δ.Σ.Ε. 98/1949 (που κυρώθηκε µε τον ν. 4205/1961), κατοχυρώνει το δικαίωµα εκούσιων συλλογικών διαπραγµατεύσεων. Επίσης, τα άρθρα 6 και 12 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, ο οποίος κυρώθηκε µε τον ν. 1426/1984, κατοχυρώνουν το δικαίωµα εκούσιας διαιτησίας για την επίλυση διαφορών εργασίας, καθώς και το δικαίωµα συλλογικών διαπραγµατεύσεων. Στον αντίποδα, οι κυριότερες Διεθνείς Συμβάσεις Εργασίας που διαρρύθμισαν με μεγαλύτερη ευθύτητα ζητήματα κατώτατου μισθού είναι η υπ’ αριθ. 26/1928 Διεθνής Σύμβαση Εργασίας, η οποία προτρέπει τις χώρες-μέλη να εφαρμόσουν κατώτατα όρια αμοιβής όπου δεν υπάρχει αποτελεσματικό σύστημα καθορισμού της αμοιβής με τη μορφή συλλογικής σύμβασης ή με άλλο τρόπο και όπου οι αμοιβές είναι εξαιρετικά χαμηλές καθώς και η υπ’ αριθ. 131/1970 Διεθνής Σύμβαση Εργασίας, η οποία καλεί τις χώρες-μέλη να καθιερώσουν ένα σύστημα κατώτατων μισθών και ημερομισθίων που να προστατεύει όλες τις ομάδες μισθωτών, των οποίων οι συνθήκες απασχόλησης είναι τέτοιες, ώστε θα ήταν κατάλληλο να εξασφαλιστεί η προστασία τους. Στο επίκεντρο της ίδιας σύμβασης βέβαια, βρίσκεται η αρχή της πλήρους διαβούλευσης με τους κοινωνικούς εταίρους, καθόσον ορίζεται ότι: “Η αρμόδια αρχή κάθε χώρας θα πρέπει από κοινού με τις ενδιαφερόμενες αντιπροσωπευτικές οργανώσεις των εργοδοτών και εργαζομένων, εάν υπάρχουν, ή μετά από πλήρη συνεννόηση μαζί τους να καθορίσει τις ομάδες των μισθωτών που πρέπει να προστατευτούν“. Άλλες Διεθνείς Συμβάσεις Εργασίας που αναφέρονται στους μισθούς, λιγότερο ή περισσότερο άμεσα, είναι η ΔΣΕ 95/1949 – Σύμβαση προστασίας μισθών, η ΔΣΕ 99/1953 – Μηχανισμός καθορισμού κατώτατου μισθού για τη γεωργία, η ΔΣΕ 100/1951 – Σύμβαση περί ίσης αμοιβής, η ΔΣΕ 173/1991 – Προστασία απαιτήσεων εργαζομένων  και η ΔΣΕ 189/2011 – Σύμβαση για το Οικιακό Προσωπικό.

[9] ΣτΕ [Ολ] 632/1978, ΤοΣ 1978, σελ. 178.

[10] ΣτΕ [Ολ] 2287/1987, ΝοΒ 1987, σελ. 1096, ΕΔΔ 1987, σελ. 250, καθώς και ΣτΕ 1975/1991, ΤοΣ 1991, σελ. 392.

[11] Η υποπαρ. IA.11 του εν λόγω νόµου ορίζει ότι «[…] θεσπίζεται νέο σύστημα καθορισμού νόμιμου κατωτάτου μισθού υπαλλήλων και ημερομισθίου εργατοτεχνιτών, το οποίο τίθεται σε ισχύ την 1.4.2013. Εντός του πρώτου τριμήνου του 2013 θεσπίζεται με πράξη υπουργικού συμβουλίου η διαδικασία διαμόρφωσης νομοθετικώς καθορισμένου νόμιμου κατώτατου μισθού και κατώτατου ημερομισθίου για τους εργαζόμενους ιδιωτικού δικαίου όλης της χώρας, λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, της αγοράς εργασίας (ιδίως ως προς τα ποσοστά ανεργίας και απασχόλησης) και τη διαβούλευση της κυβέρνησης με εκπροσώπους κοινωνικών εταίρων, εξειδικευμένους επιστημονικούς, ερευνητικούς και λοιπούς φορείς. Κατά το Α` τρίμηνο του 2014 το σύστημα αυτό αξιολογείται ως προς την απλότητα και αποτελεσματικότητα της εφαρμογής, τη μείωση της ανεργίας, την αύξηση της απασχόλησης και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας.». Συνεπώς, η Πράξη του Υπουργικού Συµβουλίου δεν καθορίζει ένα συγκεκριμένο ύψος κατώτατης αμοιβής. Η Π.Υ.Σ. δηλαδή, προσδιορίζει την προδικασία, προτού το ζήτηµα αχθεί ενώπιον του νοµοθέτη.

[12] Στο άρθρο 103 του ν. 4172/2013, προβλέπεται ότι για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού, διεξάγεται διαβούλευση µεταξύ των «κοινωνικών εταίρων» και της Κυβέρνησης, η οποία καταλήγει στη σύνταξη ενός Σχεδίου Πορίσµατος Διαβούλευσης από το ΚΕΠΕ, το οποίο, µαζί µε τα λοιπά σχετικά έγγραφα, υποβάλλεται στον Υπουργό Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, ο οποίος -με τη σειρά του- υποβάλλει σχετική εισήγηση στο Υπουργικό Συµβούλιο, µε σκοπό την έκφραση γνώµης από αυτό. Τελικώς, ο Υπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, αφού εξασφαλίσει τη γνώµη του Υπουργικού Συµβουλίου, εκδίδει σχετική απόφαση, σύµφωνη µε αυτήν, περί καθορισµού του κατώτατου µισθού ή ηµεροµισθίου. Επισημαίνεται άλλωστε, ότι με την περ. 2 της υποπαρ. ΙΑ.6 της παρ. ΙΑ του άρθρου πρώτου του ν. 4254/2014, προστέθηκε στο εδάφιο α της παραγράφου 1 του άρθρου 103 του ν. 4172/2013, η προσδιοριστική του κατώτατου μισθού φράση «και ως τέτοιος νοείται µια µοναδική αξία (ποσό) αναφοράς», µε σκοπό, ο νοµοθετηµένος κατώτατος µισθός και το νοµοθετηµένο κατώτατο ηµεροµίσθιο, όταν αυτά ορισθούν, να µην περιλαµβάνουν παρά ένα ενιαίο ποσόν, το οποίο δεν θα είναι συνάρτηση άλλων παραγόντων (λ.χ. προϋπηρεσίας).

[13] https://ypergasias.gov.gr/ergasiakes-scheseis/syllogikes-ergasiakes-sxeseis/katotatos-misthos/ (Ημερομηνία ανάκτησης: Φεβρουάριος 2022).

[14] Ο ν. 4093/2012 καθόρισε το ονομαστικό επίπεδο του κατώτατου μισθού σε 586,08 ευρώ για τους υπαλλήλους και το κατώτατο ημερομίσθιο για τους εργατοτεχνίτες σε 26,18 ευρώ, κατά 22% χαμηλότερα σε σχέση με το προηγούμενο επίπεδο.

[15] Ο μέσος μισθός αποτελεί γνώμονα για τη διαμόρφωση του κατώτατου μισθού και εμμέσως, καθώς οι αυξήσεις του κατώτατου διαχρονικά συνοδεύονται από την περισσότερο ή λιγότερο άνοδο του μέσου μισθού. Σε κάθε περίπτωση, η άνοδος του κατώτατου μισθού σπρώχνει προς τα πάνω τις αμοιβές που βρίσκονται πάνω από τις κατώτατες στην πυραμίδα των αμοιβών.

[16] ΣΕΤΕ, Υπόμνημα του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων στο πλαίσιο της διαβούλευσης για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού, Μάιος 2021.

[17] Τράπεζα της Ελλάδος, Αξιολόγηση του ισχύοντος νομοθετημένου κατώτατου μισθού και ημερομισθίου, Απρίλιος 2021.

* Της Αικατερίνης Γανίδη, Δικηγόρου Παρ’ Αρείω Πάγω

**Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Επιθεώρησις Ασφαλιστικού και Εργατικού Δικαίου, τεύχος Μαρτίου 2022