Τους τελευταίους μήνες, πρωταγωνιστεί στον δημόσιο διάλογο η συζήτηση για την αύξηση των περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας, με θύματα γυναίκες. Σύμφωνα με την υπηρεσία έρευνας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ο θύτης είναι στενός σύντροφος για μια στις πέντε γυναίκες που υφίστανται βία, καθώς και σε περισσότερες από τις μισές περιπτώσεις δολοφονιών γυναικών.
Ο εγκλεισμός, απότοκο της προσπάθειας ανάσχεσης της πανδημίας, φαίνεται ότι πυροδότησε την έξαρση κακοποιητικών και βίαιων συμπεριφορών, ιδιαιτέρως στους κόλπους του στενού οικογενειακού περιβάλλοντος. Σύμφωνα με το ευρωπαϊκό ινστιτούτο για την ισότητα των φύλων, ο αριθμός των αναφορών για ενδοοικογενειακή βία στη Γαλλία αυξήθηκε κατά 32% κατά τη διάρκεια μόλις της πρώτης εβδομάδος του lockdown και στη Λιθουανία κατά 20% τις πρώτες τρεις εβδομάδες του lockdown. Η Ιρλανδία κατέγραψε πενταπλάσια περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας, ενώ στην Ισπανία αυξήθηκαν κατά 18% οι σχετικές κλήσεις για παροχή βοήθειας, κατά το πρώτο δεκαπενθήμερο του εγκλεισμού. Παρατηρήθηκε εξάλλου, ότι η βία αυτής της μορφής, ήταν πιο συχνή σε ζευγάρια με παιδιά και ιστορικό βίας, τα οποία αντιμετώπιζαν οικονομικά προβλήματα και βίωναν έντονο καθεστώς εγκλεισμού.
Είναι ωστόσο εσφαλμένη και ατελής, η επικέντρωση τόσο της πολιτείας όσο και της κοινωνίας μονάχα στην ενδοοικογενειακή βία, παραβλέποντας τις λοιπές παθογένειες επί θεμελιακών ζητημάτων ισότητας των φύλων. Και τούτο, διότι η βία είναι ένας μόνο κρίκος στην αλληλοτροφοδοτούμενη αλυσίδα της παθογένειας. Στα παραπάνω, πρέπει να συνεκτιμηθεί και η συνιστώσα της πανδημίας, η οποία ενέτεινε δυσανάλογα τις ήδη υφιστάμενες ανισότητες μεταξύ των φύλων, επηρεάζοντας έτι περαιτέρω τις ζωές των γυναικών. Κι ενώ η πρόοδος στην εξάλειψη των ανισοτήτων μεταξύ ανδρών και γυναικών προϋποθέτει μια μακρά και επίπονη διαδικασία, η απώλεια των κεκτημένων είναι πάντοτε απότομη, άτσαλη και ασταθής.
Έτσι, στον επαγγελματικό τομέα, οι γυναίκες, οι οποίες παραδοσιακά υπερ-εκπροσωπούνται στους τομείς των υπηρεσιών, του λιανεμπορίου, της παροχής υπηρεσιών σε δομές υγείας και σε ταξιδιωτικά επαγγέλματα, επλήγησαν εντονότερα από την πανδημία, όχι μόνο λόγω της εκθέσεώς τους στο κοινό (άρα και στον κίνδυνο προσβολής τους από τον ιό), αλλά και της απόλυτης παύσης της επαγγελματικής τους δραστηριότητας (ως μέτρο αντιμετώπισης της πανδημίας). Στον αντίποδα, οι άνδρες απασχολούνται κυρίως σε τομείς που δεν διέκοψαν την δραστηριότητά τους, όπως επικοινωνίες, πληροφοριακά συστήματα και χρηματοοικονομικές υπηρεσίες. Οι τομείς αυτοί μάλιστα, παρουσίασαν αύξηση της απασχόλησης, λόγω της αύξησης της ζήτησης των ψηφιακών υπηρεσιών. Σύμφωνα με την τελευταία έρευνα του ευρωπαϊκού ινστιτούτου για την ισότητα των φύλων, οι γυναίκες αντιμετώπισαν περισσότερες δυσκολίες στην επανένταξή τους στην αγορά εργασίας μετά το πρώτο lockdown, με τον δείκτη επαναπασχόλησης να ανέρχεται σε 1,4% για τους άνδρες και σε μόλις 0,8% για τις γυναίκες. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τις χαμηλότερες αποδοχές των γυναικών σε σχέση με εκείνες των ανδρών για εργασία ίσης αξίας, τα υψηλότερα ποσοστά μερικής απασχόλησης και τα χρονικά κενά στη σταδιοδρομία λόγω των ευθυνών φροντίδας που αναλαμβάνουν οι γυναίκες, μακροπρόθεσμα θα διευρύνει ακόμη περισσότερο το συνταξιοδοτικό χάσμα μεταξύ ανδρών και γυναικών.
Παράλληλα, οι γυναίκες υπο-εκπροσωπούνται σε ηγετικές θέσεις είτε πρόκειται για την πολιτική ή τις δημόσιες οντότητες, είτε πρόκειται για τα διοικητικά συμβούλια επιχειρήσεων και τραπεζών, και τούτο, παρότι σε χαμηλότερα επίπεδα υφίσταται ισόρροπη -κατά φύλο- εκπροσώπηση. Η πρακτική αυτή, η οποία ασυνείδητα εμποτίζει συλλήβδην την κουλτούρα των προσλήψεων, ακολουθήθηκε και στους φορείς αντιμετώπισης της πανδημίας. Βάσει μελέτης του έτους 2020 του περιοδικού για την παγκόσμια υγεία «BMJ», οι εθνικοί φορείς αντιμετώπισης του COVID-19 αποτελούνται κυρίως από άνδρες σε ποσοστό 85,2%, κυρίως από γυναίκες σε ποσοστό 11,4% και μονάχα ποσοστό 3,5% αντιστοιχεί σε ορθολογική συμμετοχή των δυο φύλων. Συνεπώς, τις αποφάσεις για τη διαχείριση της πανδημίας τις λαμβάνουν κατά βάση άνδρες.
Περαιτέρω, κατά τη διάρκεια της πανδημίας επεκτάθηκε σημαντικά η χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Τούτο, είχε ως αποτέλεσμα την έξαρση της διαδικτυακής βίας κατά των γυναικών, η οποία συνίσταται στην υιοθέτηση ακραίας ρητορικής μίσους, με βάση το φύλο. Μάλιστα, η ανωνυμία του διαδικτύου δημιουργεί μια επίπλαστη αίσθηση ατιμωρησίας στους επιτιθέμενους, οδηγώντας στη χρήση ακραίας φρασεολογίας και χαρακτηρισμών.
Η ισότητα των φύλων συνιστά βασική αξία της Ε.Ε., θεμελιώδες δικαίωμα του ευρωπαϊκού πυλώνα κοινωνικών δικαιωμάτων και κεφαλαιώδη προτεραιότητα της Ένωσης, μέσω της Ευρωπαϊκής Στρατηγικής για την ισότητα των φύλων 2020-2025. Κατά συνέπεια, τα κράτη – μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν, τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες, τις κατάλληλες συνθήκες ώστε να μπορούν να ακμάζουν εξίσου τόσο σε προσωπικό όσο και σε επαγγελματικό επίπεδο. Προς τούτο, οι κοινωνικές και οικονομικές πολιτικές, η φορολογία, οι πολιτικές απασχόλησης, το εργασιακό περιβάλλον και τα συστήματα κοινωνικής προστασίας και ασφάλειας, αφενός δεν θα πρέπει να διαιωνίζουν τις διαρθρωτικές ανισότητες μεταξύ των φύλων, που πηγάζουν από έμφυλα στερεότυπα και εδραιωμένους μεροληπτικούς κανόνες και αφετέρου θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους, τα νέα κοινωνικά και οικονομικά δεδομένα, που μας «κληροδότησε» η πρόσφατη πανδημία. Διότι, σε κάθε περίπτωση, η ισότητα των φύλων είναι η βάση για την ανάπτυξη υγιών και δίκαιων κοινωνιών.
Όπως άλλωστε δήλωσε η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής: «Στην εργασία, την πολιτική και την κοινωνία συνολικά, μπορούμε να επιτύχουμε το μέγιστο των δυνατοτήτων μας, μόνο εάν χρησιμοποιούμε όλα τα ταλέντα μας και τη διαφορετικότητά μας. Χρησιμοποιώντας μόνο το ήμισυ του πληθυσμού, το ήμισυ των ιδεών και το ήμισυ της ενέργειάς μας, δεν είναι αρκετό».
* Της Αικατερίνης Γανίδη, Δικηγόρου Παρ’ Αρείω Πάγω
**Δημοσιεύτηκε στην έντυπη μορφή της εφημερίδας το ΒΗΜΑ την Κυριακή 15 Αυγούστου 2021