Της Αικατερίνης Γανίδη*

Τους τελευταίους μήνες, η ανθρωπότητα έχει γίνει κοινωνός μιας πανδημίας. Τα πληττόμενα κράτη λαμβάνουν όλο και πιο αυστηρά μέτρα, ενώ η κοινωνία -άλλοτε μουδιασμένα και άλλοτε υστερικά- αναγκάζεται να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Το ξαφνικό «πάγωμα» και η παύση κάθε οικονομικής δραστηριότητας, πλην εκείνων που είναι απαραίτητες για τη στοιχειώδη συνέχιση της ζωής και την αντιμετώπιση του ιού, δημιουργεί μια νέα εργασιακή πραγματικότητα.
Η υγειονομική -τρόπον τινά- κρίση, την οποία αντιμετωπίζουμε τους τελευταίους μήνες, σε παγκόσμιο επίπεδο, χάραξε μια βαθιά τομή στα διάφορα επαγγέλματα: κάποια από αυτά αναγορεύτηκαν σε άκρως απαραίτητα, για τη διάσωση και τη συνέχιση της ζωής του «πληθυσμού σε καραντίνα» και κάποια άλλα, απλά αδράνησαν, μέχρι να «περάσει η μπόρα».
Αυτή τη στιγμή, υπάρχουν ανά τον κόσμο, τεράστιες και ανελαστικές ανάγκες, σε γιατρούς, νοσηλευτές, παραϊατρικό προσωπικό, φαρμακοποιούς και σε διάφορους παράγοντες της εφοδιαστικής αλυσίδας. Οι υπόλοιποι, μέσα στη γενικότερη επαγγελματική υπο-λειτουργία μας, εξασκούμαστε σε εναλλακτικούς τρόπους παροχής της εργασίας μας, στο μέτρο που αυτό είναι εφικτό βέβαια, από το φως των ιδιαίτερων συνθηκών της εκάστοτε εργασίας.
Έτσι, στην Ελλάδα, της προσωπικής επαφής και της «οικογενειακής οικονομίας», αρχίζουμε να καταγινόμαστε -για πρώτη φορά σοβαρά- με την έννοια της τηλεργασίας. Από ένα θέμα στο μάθημα της έκθεσης, πλέον, η τηλεργασία (νομοθετικά κατοχυρωμένη στους ν. 2639/1998 και 3846/2010), γίνεται η νέα εργασιακή μας καθημερινότητα.
Πόσο εύκολα όμως μεταστρέφεται μια εργασιακή πραγματικότητα, που έχει οικοδομηθεί πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις;
Και πόσο έτοιμος είναι ο εκάστοτε εργοδότης, από την οικειότητα της καθημερινής τριβής, να περάσει στην ψυχρότητα της εξ αποστάσεως εργασίας;
Γιατί, μπορεί η τηλεργασία να συνδέεται και να συνοδεύεται από πολλά πλεονεκτήματα, που συμπλέκονται και εν πολλοίς συμβαδίζουν με τον σύγχρονο τρόπο ζωής, όμως στην εργασιακή σχέση, δεν πρέπει να υποτιμάται ο συναισθηματικός παράγοντας, ο οποίος πολλές φορές, υπερβαίνει ακόμα και τα καθεαυτά αποτελέσματα της εργασίας. Η εργασιακή σχέση, δεν παύει να είναι κι αυτή μια ανθρώπινη σχέση και να εντάσσεται σε ένα ακόμα ευρύτερο πλέγμα ανθρώπινων συναδελφικών σχέσεων. Όταν χάνει τη δυναμική της ανθρώπινης διάστασης, ναι μεν γίνεται πιο αξιοκρατική, αφού πια η εργασία αξιολογείται κυρίως στη βάση των αποτελεσμάτων που φέρνει, όμως ο εργαζόμενος που χάνει τη συναισθηματική γειτνίαση με τον εργοδότη του, μπορεί πολύ πιο εύκολα να παρακαμφθεί, παραγκωνιστεί, περιθωριοποιηθεί, ακόμα και να απολυθεί. Με δυο λόγια, όταν οι ανθρώπινοι δεσμοί ατονούν, οι νομικές σχέσεις διαρρηγνύονται πιο εύκολα.
Και μπορεί, πολύ απλοϊκά, να θεωρούμε, ότι θα πάρουμε μια βαθιά ανάσα και θα κρατήσουμε την αναπνοή μας μόνο για δυο μήνες, όμως, τα δυναμικά μεγέθη, όπως είναι οι εργασιακές σχέσεις, εκ φύσεως, αντιστρατεύονται τη στατικότητα και για αυτό, σχεδόν αυθόρμητα, σπεύδουν να διαπλάσουν μια άλλη, νέα, δυναμική πραγματικότητα, ανταποκρινόμενη στις εκάστοτε νέες ανάγκες.
Το αν οι αλλαγές στην αγορά εργασίας θα είναι μόνιμες ή παροδικές, εξαρτάται από τη διάρκεια του μεσοδιαστήματος, μέχρι να επανέλθουμε στην προτέρα κατάσταση. Το ερώτημα όμως είναι: θα επανέλθουμε ποτέ στην προτέρα κατάσταση; Ή κάποιοι από εμάς, θα αποτελέσουν τα εργατικά θύματα, αυτού του ιού, που τόσο απότομα αναστάτωσε τις ζωές μας;

*Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω

**Δημοσιεύτηκε στην έντυπη μορφή της εφημερίδας το ΒΗΜΑ την Κυριακή 22 Μαρτίου 2020