Κάπου γύρω στο 2004:
Όλη η πόλη μιλά για μια έκθεση φωτογραφίας θανατοποινιτών στις ΗΠΑ. Έτσι, βρίσκομαι κι εγώ -για ώρες- ανάμεσα σε φωτογραφίες θανατοποινιτών, που λήφθηκαν λίγο πριν την εκτέλεσή τους. Κάτω από κάθε φωτογραφία, περιλαμβάνεται ο λόγος για τον οποίο κατηγορήθηκαν, το αδίκημα για το οποίο καταδικάστηκαν, ο τρόπος εκτέλεσης της θανατικής τους ποινής και πώς αποδείχτηκε η αθωότητά τους, αφότου η ποινή τους είχε εκτελεστεί.
Θυμάμαι, το βλέμμα τους, καθώς ο θάνατος πλησίαζε (και το γνώριζαν) και το ρολόι καρφωμένο πίσω τους, λίγο πριν η ώρα δείξει 12:00 ακριβώς. Το ίδιο μακάβριο μοτίβο σε κάθε φωτογραφία. Το συγκλονιστικότερο όλων όμως, ήταν, ότι η απόδειξη της αθωότητάς τους μετά θάνατον, δεν είχε πρακτικά καμία σημασία – από υπαρξιακής πλευράς.
Ο αθώος άνθρωπος που κατηγορήθηκε, καταδικάστηκε και εκτελέστηκε, δεν υπήρχε πια.
Όσο διαφορετικές κι αν ήταν οι ιστορίες αυτών των αθώων θανατοποινιτών, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, είχαν φτάσει στο δικαστήριο τεκμαιρόμενοι ως ένοχοι (είτε λόγω χρώματος, είτε λόγω επαγγέλματος είτε λόγω πάσης φύσεως άλλων ταμπού).
Κάπου γύρω στο 2022:
Όσο αλλάζουν τα «ποιοτικά χαρακτηριστικά» των εγκλημάτων, τόσο η κοινωνία μας βυθίζεται σε ένα σπιράλ υπερβολής, υπερθεματισμών και δημιουργίας κλίματος ηθικού κινδύνου. Ο κοινωνικός διάλογος μονοπωλείται από εναλλασσόμενες καταγγελίες αδικημάτων, προτού ακόμα «μπούνε στις ράγες» της ποινικής δικαιοσύνης, προτού ασκηθούν διώξεις και πολύ προτού αποφανθεί ο ποινικός δικαστής. Μάλιστα, η εξαγωγή συμπερασμάτων επ’ αυτών, εκτός του ότι συνεπάγεται την άμεση απόρριψη της λειτουργίας της Δικαιοσύνης, παρασύρει συλλήβδην την οργανωμένη πολιτεία σε ενέργειες ακραίες και άμετρες.
Τα αναφερόμενα στα παραπάνω δυο χρονικά ορόσημα, παρότι αφορούν σε διαφορετικά περιστατικά και έχουν διαφορετικές νομικές απολήξεις, αναδεικνύουν την κρισιμότητα της κατάγνωσης της ενοχής του προσώπου που τιμωρείται.
Και ναι μεν, το κομμάτι της εσφαλμένης δικαστικής κρίσης και εκτίμησης των αποδείξεων, αφορά τους κόλπους της δικαιοσύνης, όμως, ο σεβασμός στο τεκμήριο της αθωότητας, μας αφορά όλους.
Το τεκμήριο της αθωότητας, όπως διατυπώθηκε στο άρθρο 9 της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη το έτος 1789, επιβάλλει όπως «κάθε άνθρωπος τεκμαίρεται αθώος μέχρις ότου κηρυχθεί ένοχος». Σήμερα, κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που ορίζει ότι «Παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του …» και στο άρθρο 14 παρ. 2 του Διεθνούς Συμφώνου του Ο.Η.Ε. για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, τα οποία αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του εσωτερικού δικαίου με υπερνομοθετική ισχύ. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, το τεκμήριο αθωότητας διασφαλίζεται με το άρθρο 48 παρ. 1 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο ν. 4596/2019, ο οποίος ενσωμάτωσε στην ελληνική έννομη τάξη την οδηγία 2016/343 της Ε.Ε., προσέθεσε στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας το άρθρο 72Α, με τίτλο «τεκμήριο αθωότητας» και περιεχόμενο «Οι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι τεκμαίρονται αθώοι μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή τους σύμφωνα με το νόμο». Ο νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας (ν. 4620/2019), προβλέπει το τεκμήριο αθωότητας στο άρθρο 71.
Το τεκμήριο της αθωότητας όμως, δεν είναι ένα «νομικό τσιτάτο», ούτε έτσι πρέπει να αντιμετωπίζεται. Η παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας υποβόσκει στην καθημερινή αντιμετώπιση του ανθρώπου που κατηγορείται από τον καθένα μας. Και ενώ, παρασύρεται μια ολόκληρη κοινωνία και οι πολιτειακοί θεσμοί που την αντιπροσωπεύουν, σε μια ιδιάζουσα απόδοση δικαιοσύνης «σύμφωνα με τα συμφραζόμενα», η ίδια η δικαιοσύνη τίθεται εκποδών !
Δίχως αμφιβολία, η εγκαθίδρυση κλίματος φόβου και σκύλευσης, είναι εχθρός της κοινωνικής συνοχής. Και επειδή εύκολα ο καταγγέλλων γίνεται καταγγελλόμενος και το αντίστροφο, η νομιμοποίηση της παραβίασης του τεκμηρίου της αθωότητας, είναι πολύ επικίνδυνο φαινόμενο.
* Της Αικατερίνης Γανίδη, Δικηγόρου Παρ’ Αρείω Πάγω
** Δημοσιεύτηκε στην έντυπη μορφή της εφημερίδας Ελευθερία την Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2022