Οι δείκτες εισοδηματικής ανισότητας στη χώρα μας, παρά την ισχνή τους βελτίωση τα τελευταία έτη, παραμένουν από τους υψηλότερους στην Ευρώπη, καθιστώντας επιτακτική την ανάγκη ενός ορθολογικότερου και αποτελεσματικότερου σχεδιασμού των κοινωνικών μεταβιβάσεων. Η ιστορική εμπειρία αλλά και οι τάσεις που καταγράφονται αποδεικνύουν ότι η ακραία ανεργία, η διόγκωση των κοινωνικών ανισοτήτων και η κατάρρευση της κοινωνικής συνοχής συνεπάγονται την αμφισβήτηση των κοινοβουλευτικών θεσμών και την ενίσχυση των πολιτικών άκρων. Θεμέλιο της δημοκρατικής ομαλότητας αποτελεί η άμβλυνση των ανισοτήτων. Η διάλυση της κοινωνικής συνοχής συμπαρασύρει τις μετριοπαθείς πολιτικές δυνάμεις, συνοδευόμενη από πολιτική πόλωση και αστάθεια.
Η ευκαιριακή καταβολή εφάπαξ ποσών, με δήθεν προνοιακό πρόσημο και δίχως την εξέταση των πραγματικών αναγκών του πληθυσμού, οδηγεί αναπόδραστα σε μια ατελέσφορη και ανακυκλούμενη προνοιακή πολιτική. Αντικειμενικός σκοπός της κρατικής πρόνοιας όμως, δεν είναι η καθήλωση του κοινωνικώς ευάλωτου προσώπου σε μια δεδομένη και δίχως προοπτική κατάσταση, αλλά πρωτίστως η παροχή του απαραίτητου υλικού και ηθικού οπλοστασίου για τη βελτίωση της ατομικής και εν γένει κοινωνικής του θέσης.
Το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα αρχικά, και η μετεξέλιξή του, ως κοινωνικό εισόδημα αλληλεγγύης, αποτέλεσε μια φιλόδοξη προνοιακή παροχή, καθώς στόχευσε στην de facto ενεργοποίηση του ωφελούμενου πληθυσμού και την κοινωνική επανένταξή του. Οι άνθρωποι που έρχονται αντιμέτωποι με την ακραία φτώχεια, πέραν της οικονομικής στήριξης, χρειάζονται επιπλέον στήριξη σε δυο επίπεδα: αφενός στη θωράκιση του μέλλοντος, μέσω ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης και στην εξασφάλιση του παρόντος με την υγειονομική τους επικουρία και την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών σε θεμελιώδη ζητήματα εκπαίδευσης και οικονομικής διαχείρισης. Η ενεργός άλλωστε συμμετοχή κάθε ανθρώπου στην κοινωνία, η ανάκτηση της εμπιστοσύνης στον εαυτό του και στο κοινωνικό σύνολο και η επιλογή της δράσης από την αδράνεια αποτελεί κυριολεκτικά τον «μισό δρόμο» στην ενδυνάμωση της κοινωνικής συνοχής, η οποία πληγώθηκε και αποπροσανατολίστηκε στο δυσχερές οικονομικά περιβάλλον των τελευταίων ετών.
Η έλευση ενός ατόμου σε συνθήκες ακραίας φτώχειας, μπορεί να έχει τις ρίζες της σε πλείστες όσες αιτίες. Η άκριτη παροχή ενός χρηματικού ποσού, χωρίς την παράλληλη ουσιαστική ενασχόληση με τον κοινωνικώς ευάλωτο πληθυσμό, όχι μόνο δεν επιφέρει τα ανάλογα αποτελέσματα σε σχέση με τους οικονομικούς πόρους που δεσμεύονται, αλλά στην πραγματικότητα οδηγεί σε όλο και μεγαλύτερες δαπάνες, δημιουργώντας ένα καθοδικό σπιράλ καθήλωσης στην ακραία φτώχεια, και κατ’ επέκταση στον κοινωνικό αποκλεισμό ή ακόμα και στην κοινωνική περιθωριοποίηση.
Επομένως, μόνοι αξιόπιστοι καθοδηγητές της διαχείρισης των πόρων που στοιχούν σε κοινωνικές μεταβιβάσεις, είναι το διαυγές αποτέλεσμά τους στην κοινωνία, ο αναπτυξιακός τους αντίκτυπος, η εγκαθίδρυση ενός περιβάλλοντος ίσων ευκαιριών, αλλά και παρεμβάσεις με πραγματικό αναδιανεμητικό αποτέλεσμα.
Υπό αυτές τις θεμελιώδεις προϋποθέσεις, οι κοινωνικές μεταβιβάσεις μπορούν να αναχθούν σε μοχλό κοινωνικής ανέλιξης και να αποτελέσουν μηχανισμό της βελτίωσης του μέσου βιοτικού επιπέδου.
Σε μια γηράσκουσα κοινωνία όπως η ελληνική, η κατάρρευση του εισοδήματος, του επιπέδου απασχόλησης και της υγείας του πληθυσμού προκαλεί αλυσιδωτές οικονομικές, κοινωνικές και πολιτισμικές επιπτώσεις. Η παρέμβαση της Πολιτείας είναι πιο αναγκαία παρά ποτέ, με επίκεντρο την ενίσχυση της αγοράς εργασίας, την οικογενειακή υποστήριξη και τη λειτουργία προγραμμάτων υγείας και κοινωνικής πρόνοιας, ιδίως στον τομέα της πρόληψης.
* Του Ξενοφώντα Κοντιάδη, Καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου, Προέδρου του Ιδρύματος Τσάτσου, και της Αικατερίνης Γανίδη, Δικηγόρου Παρ’ Αρείω Πάγω
**Δημοσιεύτηκε στην έντυπη μορφή της εφημερίδας Πρώτο Θέμα την Κυριακή 02 Ιουνίου 2019