Η τελευταία 12ετία, έφερε τη χώρα μας αντιμέτωπη με μια οξεία οικονομική κρίση, μια πρωτοφανή υγειονομική κρίση και μια νέα συνοδό κρίση, οικονομικού προσανατολισμού και ενεργειακού προσήμου. Τροχοπέδη στην αντιμετώπιση των προαναφερόμενων επάλληλων κρίσεων, αποτέλεσαν και συνεχίζουν να αποτελούν οι χρόνιες παθογένειες της ελληνικής οικονομίας. Έτσι, παρότι καταβάλλονται -επί 12 και πλέον έτη- σημαντικές προσπάθειες, τα αποτελέσματα υπολείπονται τόσο σε ένταση όσο και σε επουλωτική δραστικότητα. Ταυτόχρονα, η δυσκολία διαχείρισης της κατάστασης επιτείνεται από νεογενείς κινδύνους, όπως ο πόλεμος στην Ουκρανία.

Ποια είναι όμως τα αντίδοτα, που μπορούν να βγάλουν την οικονομία μας από το safe mode και να την οδηγήσουν με ασφάλεια στο restart;

1ον Ο εξωστρεφής προσανατολισμός και η αύξηση των εξαγωγών.

Η χώρα μας, επί σχεδόν 50 έτη, εισάγει περισσότερο από όσο εξάγει. Η ισορρόπηση του Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών ωστόσο, ως το κρίσιμο ζητούμενο εν προκειμένω, πρέπει να επιδιωχθεί μέσω της αύξησης των εξαγωγών και όχι της μείωσης των εισαγωγών. Και τούτο διότι, η μείωση των εισαγωγών συνεπάγεται συμπίεση της κατανάλωσης και κατ’ επέκταση αύξηση των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, που χρήζουν κρατικής επικουρίας. Η οικονομία μας, με άλλα λόγια, χρήζει εξωστρέφειας.

2ον Η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων.

Η ανταγωνιστικότητα την τελευταία 12ετία, παρότι δεν έλειψε από τον δημόσιο διάλογο, στην πράξη υπονομεύτηκε, κυρίως από φοροεισπρακτικά μέτρα, που επεδίωκαν την αύξηση των δημοσίων εσόδων. Η επιβάρυνση των ελληνικών επιχειρήσεων με ΦΠΑ 24%, δυσανάλογους ειδικούς φόρους κατανάλωσης στην ενέργεια και μια υψηλότατη φορολογική «σφήνα», κατέστησε τις ελληνικές επιχειρήσεις μη ανταγωνιστικές (σε σχέση με τις αντίστοιχες του εξωτερικού) και προσκολλημένες στην εγχώρια αγορά, σε βάρος του διαθέσιμου εισοδήματος και της παραγωγικότητας. Η αύξηση της ανταγωνιστικότητας προϋποθέτει μείωση των επιβαρύνσεων, συγκράτηση των πρώτων υλών εντός της χώρας και αποτελεσματική αξιοποίηση φυσικών και ανθρώπινων πόρων.

3ον Η στήριξη του τραπεζικού συστήματος.

Ένα -ιδιαίτερης οξύτητας- σύμπτωμα της οικονομικής κρίσης ήταν η εκτίναξη του μη εξυπηρετούμενου ιδιωτικού χρέους. Και ναι μεν, ο παθογενής θύλακας προϋπήρχε της κρίσης, όμως το απόστημα έσπασε την ώρα της κρίσης, κλυδωνίζοντας το τραπεζικό σύστημα. Σήμερα, το τραπεζικό σύστημα αποτελεί “κλειδί” για την επιτυχία του εγχειρήματος Ελλάδα 2.0., καθώς – εξ αντικειμένου – πρόκειται να διαδραματίσει κυρίαρχο ρόλο στο κομμάτι του δανεισμού.

4ον Η χάραξη επενδυτικής πολιτικής.

Ο κρατικός παρεμβατισμός στη διαμόρφωση των επενδυτικών επιλογών δικαιολογείται από την αυξημένη ευθραυστότητα του οικονομικού οικοδομήματος, απότοκο της πολυετούς διάρκειας των κρίσεων. Αν και στις επενδύσεις προσιδιάζει η αυτορρύθμιση, στην – ιδιάζουσα – περίπτωση της χώρας μας, η κρατική κατεύθυνση μπορεί να λειτουργήσει διορθωτικά ως προς τα τρωτά του παραγωγικού μας μοντέλου (λ.χ. οι επενδύσεις σε επιχειρήσεις εντάσεως εργασίας, θεραπεύουν εκ παραλλήλου και την ανεργία).

5ον Η αντιμετώπιση των ενεργειακών προσκλήσεων.

Η αύξηση των τιμών στα ενεργειακά προϊόντα, ήταν ένα νομοτελειακό επακόλουθο της υγειονομικής κρίσης. Η αιτία της αύξησης εντοπίζεται στη διατάραξη της προσφοράς και της ζήτησης, λόγω της πανδημίας. Ωστόσο, η αύξηση των τιμών στην ενέργεια, υποτιμήθηκε παγκοσμίως, με αποτέλεσμα την απώλεια πολύτιμου χρόνου. Η στήριξη των νοικοκυριών, παρότι αναγκαία, παραβλέπει την ουσία του προβλήματος. Αν το κράτος πραγματικά θέλει να προστατεύσει τα νοικοκυριά και να συγκρατήσει το ράλι του πληθωρισμού, θα πρέπει να στραφεί πρώτα στην παραγωγή. Γιατί, αν χαθεί η μάχη στην παραγωγή, το εισόδημα της μεσαίας τάξης θα κατακρημνιστεί.

Το πολυπόθητο restart επομένως, προϋποθέτει την εκπλήρωση όλων ανεξαιρέτως των προαναφερόμενων παραμέτρων. Κυρίως όμως, προϋποθέτει αποφασιστικότητα, αναλογικότητα μέσου – θυσιών – αποτελέσματος, σταθερότητα και πίστη.

* Της Αικατερίνης Γανίδη, Δικηγόρου Παρ’ Αρείω Πάγω

**Δημοσιεύτηκε στην έντυπη μορφή της εφημερίδας Τα Νέα, την Τρίτη 24 Μαΐου 2022