Η απόφαση της Συνόδου Κορυφής τον Ιούλιο του προηγούμενου έτους, με την οποία εγκρίθηκε δέσμη μέτρων υπέρ της ανάκαμψης και ο προϋπολογισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) για την περίοδο 2021-2027, με στόχο την οικονομική ανασυγκρότησή της μετά την πανδημία Covid-19, αποτέλεσε ένα τολμηρό βήμα προς την ευρωπαϊκή δημοσιονομική ενοποίηση. Η ιστορική πτώση του παγκόσμιου ΑΕΠ κατά 3,5%, η αναπόφευκτη ανατροπή στη λειτουργία της οικονομίας και η αιφνίδια μετατροπή στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής, λόγω της πανδημίας, κατέστησαν αδήριτη την ανάγκη μιας θεσμικής ευρωπαϊκής απάντησης.
Κορωνίδα της οικονομικής ανάταξης, συνιστά ο Μηχανισμός Aνάκαμψης και Ανθεκτικότητας, ο οποίος λειτουργεί συνεργητικά με τα λοιπά χρηματοδοτικά εργαλεία και διαρθρωτικούς μηχανισμούς της ΕΕ και έχει συνολικό προϋπολογισμό 672,5 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 360 δισ. ευρώ για δάνεια και 312,5 δισ. ευρώ για επιχορηγήσεις.
Ιδιαιτέρως σημαντικό όμως είναι, ότι λειτουργεί έμμεσα ως μηχανισμός δημοσιονομικών μεταβιβάσεων, καθώς οι χώρες των οποίων οι οικονομίες πλήττονται περισσότερο (λ.χ. οικονομίες υπηρεσιών, με υψηλή ανεργία και δομικές αγκυλώσεις, δυσανάλογα υψηλό δημόσιο και ιδιωτικό χρέος) ωφελούνται και περισσότερο.
Από πλευράς διαδικασίας, τυποποιήθηκε μια εξαιρετικά άμεση και χρονικά οριοθετημένη διαδικασία, η πιστή τήρηση της οποίας συνδέεται με την τμηματική απόληψη της οικονομικής ενίσχυσης.
Τα κράτη-μέλη καταρχάς, υποβάλλουν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή προγράμματα επενδύσεων εκτεινόμενα έως και το 2026, με σαφή ορόσημα και στόχους, τα οποία αξιολογούνται εντός διμήνου. Εν συνεχεία, το Συμβούλιο προβαίνει στην κατά περίπτωση έγκριση εκάστου σχεδίου και η ΕΕ εκταμιεύει το 13% του συνολικού ποσού της στήριξης, αποσκοπώντας να δώσει ώθηση στην επένδυση.
Επισημαίνεται, ότι τα εθνικά σχέδια θα πρέπει να προβλέπουν ότι τουλάχιστον το 37% των δαπανών σε επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις θα αφορούν στους στόχους για το κλίμα και το 20% στην ψηφιακή μετάβαση.
Κατά την επίτευξη των οροσήμων και στόχων, τα κράτη-μέλη μπορούν να ζητούν περαιτέρω εκταμιεύσεις, κατόπιν εγκρίσεως της Επιτροπής, ενώ υφίσταται υποχρέωση για υποβολή εκθέσεων προόδου ανά εξάμηνο.
Οι βασικοί πυλώνες που τέθηκαν από την ΕΕ και εντός των οποίων δύνανται να αναπτύσσονται τα εθνικά σχέδια, αφορούν στους εξής τομείς:
α) πράσινη ανάπτυξη,
β) ψηφιακός μετασχηματισμός,
γ) κοινωνική και εδαφική συνοχή,
δ) έξυπνη, βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη,
ε) υγεία, με έμφαση στην οικονομική, κοινωνική και θεσμική ανθεκτικότητα,
στ) πολιτικές για τις επόμενες γενεές.
Στο πλαίσιο των ανωτέρω, προτεραιότητα της ΕΕ αποτέλεσε η κατάρτιση των εθνικών σχεδίων μέσω μιας ενισχυμένης διαδικασίας κοινωνικού διαλόγου, προκειμένου να ανταποκρίνονται στα προτάγματα της κοινωνίας στην οποία απευθύνονται.
Την 28-4-2021, μετά την Πορτογαλία και παράλληλα με τη Γερμανία, η Ελλάδα υπέβαλε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή το εθνικό σχέδιο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, το οποίο διαρθρώνεται σε τέσσερις πυλώνες:
1. Πράσινη μετάβαση (σε ποσοστό 38% του εκτιμώμενου προϋπολογισμού),
2. Ψηφιακή μετάβαση (σε ποσοστό 13% του εκτιμώμενου προϋπολογισμού),
3. Απασχόληση, δεξιότητες, κοινωνική συνοχή (σε ποσοστό 25% του εκτιμώμενου προϋπολογισμού),
4. Ιδιωτικές επενδύσεις και μετασχηματισμός της οικονομίας (σε ποσοστό 24% του εκτιμώμενου προϋπολογισμού).
Βάσει του σχεδίου, η χώρα μας φιλοδοξεί να αντλήσει 17,8 δισ. ευρώ από επιδοτήσεις και 12,7 δισ. ευρώ από δάνεια.
Ποια είναι όμως η κεντρική στόχευση του εθνικού σχεδίου ανάκαμψης;
Όπως το ίδιο διακηρύττει, φιλοδοξεί να πυροδοτήσει μια θεμελιώδη αλλαγή οικονομικού υποδείγματος προς ένα πιο εξωστρεφές, ανταγωνιστικό και πράσινο παραγωγικό μοντέλο, με πιο αποτελεσματικό και ψηφιοποιημένο κράτος, λιγότερο γραφειοκρατικό, με δραστικά μειωμένη παραοικονομία, με φορολογικό σύστημα φιλικό προς την ανάπτυξη και με ένα ποιοτικό και αποτελεσματικό δίκτυο κοινωνικής προστασίας, προσβάσιμο σε όλους, βαδίζοντας ευλαβικά πάνω στις «ράγες» που έθεσε η καλούμενη «έκθεση Πισσαρίδη», έχοντας δηλαδή ως μακροπρόθεσμο στόχο τη σύγκλιση του ελληνικού με το μέσο ευρωπαϊκό εισόδημα.
Conditio sine qua non όχι μόνο για την επίτευξη των διακηρυχθέντων στόχων, αλλά πρωτίστως για την ουσιαστική αξιοποίηση αυτής της ιστορικής ευκαιρίας, αποτελούν οπωσδήποτε οι παρακάτω συνθήκες:
(α) Η συνειδητοποίηση ότι η κοινή ευρωπαϊκή πορεία στη μάχη της ανασχέσεως των αρνητικών οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας, περνάει μέσα από τον σεβασμό των εθνικών ιδιομορφιών και ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών. Το εθνικό μας σχέδιο πρέπει να απηχεί το δικό μας εθνικό όραμα για μια αναβαθμισμένη και πιο ανθεκτική Ελλάδα, λαμβάνοντας υπόψη, ότι τόσο η οικονομία μας όσο και η κοινωνία μας αντιμετώπισε την υγειονομική κρίση – που μετουσιώνεται βαθμιαία σε οικονομική κρίση – έχοντας μόλις ορθοποδήσει από μια χρονίζουσα οικονομική κρίση.
(β) Η de facto δημοσιονομική στήριξη του αναπτυξιακού υποδείγματος που θέλουμε να εφαρμόσουμε, προϋποθέτει τον απογαλακτισμό μας από τους αυστηρούς δημοσιονομικούς κανόνες, που απαιτούσε η αντιμετώπιση της παρελθούσας οικονομικής κρίσης και την προώθηση μεγαλύτερης ευελιξίας και ελαστικότητας, με αυτονόητο όριο αυτό της δημοσιονομικής αξιοπιστίας.
(γ) Η αναγνώριση ότι η ποιοτική υπεροχή των παραγωγικών μας μέσων, σε συνδυασμό με την εν γένει στήριξη της παραγωγής, αποτελεί το αναγκαίο και ικανό «κλειδί» της αναβάθμισης του εγχώριου παραγωγικού παραδείγματος, αλλά και για της ενδυνάμωσης συνιστωσών του εγχώριου προϊόντος, όπως οι εξαγωγές και οι επενδύσεις, στοιχεία απαραίτητα για την εγκαινίαση μιας νέας, εξωστρεφούς οικονομικής εποχής.
(δ) Η κατανομή των πόρων με πνεύμα δικαιοσύνης, ισορροπημένης αναλογίας και εντός ενός – σε βάθος χρόνου – σχεδιασμού και προγραμματισμού, αντιλαμβανόμενοι ότι πρέπει:
– πρώτα να καταστρώσουμε, να σχεδιάσουμε και να διεκδικήσουμε το μέλλον μας, και μετά να λάβουμε τους πόρους για να το κάνουμε πράξη, και
– να αποδείξουμε ότι αξιοποιούμε την ευχέρεια και την ελευθερία δράσης που μας παρέχεται, με τον πλέον βέλτιστο τρόπο, κερδίζοντας το χαμένο έδαφος έναντι των άλλων κρατών-μελών.
(ε) Ο αρμονικός χρονισμός της μετάβασης από την, επιβαλλόμενη λόγω της πανδημίας, αντικυκλική δημοσιονομική πολιτική (με τη λήψη μέτρων ύψους 11,2% του ΑΕΠ), στην εφαρμογή πολιτικών με αναπτυξιακό και μεταρρυθμιστικό χαρακτήρα.
Η εκπλήρωση των ανωτέρω συνθηκών είναι εν τέλει το πλέον κομβικό στοίχημα στον δρόμο προς μια ανθεκτικότερη ανάπτυξη. Και μπορεί να κερδηθεί μόνο με πολύ στοχευμένες, πολύ εξειδικευμένες, πολύ προσεκτικές και προπαντός, πολύ άρτιες ενέργειες, ικανές να σηματοδοτήσουν την απαρχή μιας τελείως διαφορετικής πραγματικότητας από αυτήν που γνωρίζουμε· απολαμβάνοντας τους καρπούς των μεταρρυθμιστικών προσπαθειών σε περιβάλλον δημοσιονομικής άνεσης και προσβλέποντας στο μέλλον του τόπου μας, με αισιοδοξία.

* Της Αικατερίνης Γανίδη, Δικηγόρου Παρ’ Αρείω Πάγω

**Δημοσιεύτηκε στην έντυπη μορφή της εφημερίδας το ΒΗΜΑ την Κυριακή 27 Ιουνίου 2021 (ένθετο Οικονομικός Ταχυδρόμος)